" Έχασα την αγάπη μου και παραπονιέμαι γιατί..." | "losing my love has left me to complaint" |
- Δεν παραπονιέμαι, αλλά... | - Well, I'm not one to complain. Well, then don't. |
- Δεν παραπονιέμαι. | Well, I've got nothing to complain about. |
- Θα τηλεφωνήσει. Φίλε, δεν θέλω να παραπονιέμαι, όμως πεινάω σαν λύκος εδώ πέρα. | Hey, man, I don't mean to complain, but I got a serious hunger thing going on over here. |
- Συγνώμη, δεν θέλω να παραπονιέμαι. | - Sorry. I don't mean to complain. - No. |
"Ποτέ μην παραπονιέσαι. | "Never complain. |
"Σταμάτα να παραπονιέσαι, Άγια Μαμά!" | "Quit complaining, SanctaMommy! |
'Ολο παραπονιέσαι, αλλά ο Τζέι την έχει άσχημα. | You 're always complaining, but Jay's worse off than you. |
'λλωστε, πάντα παραπονιέσαι πως το κρεβάτι σου είναι κρύο. | Besides, you're always complaining how your bed is so cold. |
- 'Εχουμε κοινό συμφέρον εδώ. Γιατί παραπονιέσαι, λοιπόν? | Our interests converge, so why complain? |
'Αρχισε να παραπονιέται... | She complains! Money started getting short... |
- Δεν παραπονιέται ποτέ για κακό φωτισμό. | She never complains about bad lighting. |
- Η αδερφή μου το κάνει αυτό... παραπονιέται για να μην δει κανείς πόσο ευάλωτη είναι. | My sister does that... complains so no one sees how vulnerable she is. |
-Ακόμα και ο δάσκαλός της παραπονιέται. | -Even her teacher complains. -Ha-ha. |
46χρονος παραπονιέται για σφίξιμο στο στήθος. Μάλλον είναι καρδιά ή παράφαγε. | 46-year-old male, complains of tightness in chest, possibly heart-related, probably enchilada-related. |
- Όχι ότι παραπονιόμαστε. | -Not that we're complaining. |
- Δεν παραπονιόμαστε πάντως! | - I can't complain. |
- Δεν παραπονιόμαστε. | - We can't complain. |
Όλα αυτά τα χρόνια σπαταλήσαμε τον χρόνο μας για να παραπονιόμαστε για άσχετα πράγματα από αυτά που πραγματικά μας ενοχλούσαν. | Over the years, we've wasted a lot of time complaining about things other than what's really bothering us. |
- Τότε μην παραπονιέστε. | Negative. Well,then, stop complaining. |
- Ω, κ. Ντικς μην παραπονιέστε. | Oh, Mr. Deeks, don't complain. |
-Πολύ ζοφερή άποψη. Έχετε τα πάντα κι όμως παραπονιέστε. | You have everything, and still you complain. |
Έτσι, σταματήστε να παραπονιέστε. | So stop complaining. |
Ίσως δεν έχετε λόγο να παραπονιέστε... | Seriously, Francine, ix-nay on the inging- # Maybeyou've got no reason to complain # |
"Όλοι παραπονιούνται ότι πίνεις πάρα πολύ." | Everyone complains you drink too much. |
"και παραπονιούνται στη διεύθυνση ότι δεν πετάει." | "and complain to the management that it didn't fly." UnbeIievabIe! |
'Εχεις σκεφτεί ποτέ σου ότι αυτοί που βρίσκονται σε χειρότερη μοίρα παραπονιούνται λιγότερο; | Has it ever occurred to you that the worse off people are, the less they complain? |
'Και τι γίνεται με αυτούς που παραπονιούνται' 'ότι οι ΗΠΑ πρέπει να πληρώσουν' 'για να γίνουν οι φύλακες του κόσμου;' | What about those that complain about the U.S. having to pay to be the policemen of the world? |
'Ολοι παραπονιούνται που άφησε τον κλέφτη να φύγει... μα ίσως η νέα καλωσύνη μέσα της, την ώθησε να εθελοτυφλήσει. | It seems that they're all complaining she let the thief go, but the new kindness in her may have made her pretend not to see. |
'Οταν με πέταξαν έξω απ'την ομάδα κρίκετ σαν σκυλί... δεν παραπονέθηκα . | When those bloody English cricket players threw me out of their club like a dog... ..I never complained. |
- Ο Πέριν ήταν. Της είπε να σταματήσει αφού παραπονέθηκα. Αλλά δεν άκουγε. | He told her to back off after I complained, but she wouldn't listen. |
-Δεν παραπονέθηκα ποτέ. | -I've never complained. |
Όταν παραπονέθηκα με απέλυσαν. | When I complained, they fired me. |
Όταν παραπονέθηκα μου έσπασε και τον άλλο. | When I complained, he broke the other one. |
- Επειδή παραπονέθηκες στη σύζυγό σου. | - Because you complained to your wife. |
- Ποτέ δεν παραπονέθηκες στο παρελθόν. | - You never complained before. |
Έγιναν τόσο σημαντικές αλλαγές στη ζωή σου και δεν παραπονέθηκες ποτέ, ούτε κατάρρευσες ή ένιωσες άσχημα για τον εαυτό σου. | You've had all these major life changes happen, and you've never once complained or fallen apart or felt sorry for yourself. You just... |
Όταν παραπονέθηκες, πήρα την μορφή ενός Ραφαλιανού ποντικιού. Ναι. | Once you complained, I took the form of a Rafalian mouse. |
Αλλά σου άξιζε και όταν παραπονέθηκες γι' αυτό, το καλωσόριζες." | "but you deserved it. "and when you complained about it, You were welcoming it." |
"'Έλπίζω να ικανοποιήθηκαν,' παραπονέθηκε μια γειτόνισσα." | "'I hope they're satisfied now,' complained one unidentified neighbor. |
"Όταν το έμαθε ο αρραβωνιαστικός της, έγινε έξαλλος και παραπονέθηκε στον πρόξενο. | "Hearing about this, Lucia's betrothed was furious and complained to the Consul Pascasio, |
- Και ο Charlie ποτέ δεν παραπονέθηκε. | - And Charlie never complained. |
- Και παραπονέθηκε κάποιος; | - And someone complained? |
- Ο Velija παραπονέθηκε στον Batko; | - Velija complained to Batko? |
Τιν Σοκ, δεν παραπονεθήκαμε ποτέ έχουμε κουραστεί όμως. | Tin Sok, we've never complained. But lately it's been real hard down there. |
Αλλά αν, και όποτε, παραπονεθήκατε στα ανώτερα διευθυντικά στελέχη, φοβόσασταν από κάποιου είδους αντίποινα; | But if, or when, you complained to higher management, would you be afraid of any sort of retaliation? |
Επίσης παραπονεθήκατε αρκετές φορές ότι είχατε κολλήσει ένα είδος ευλογιάς τάνα. | You've also complained on several occasions... that you were suffering from tanapox virus. |
Εσείς παραπονεθήκατε στον ιδιοκτήτη για αυτό το αποχωρητήριο. | You complained to the landlord about this outhouse. |
Λοιπόν, σίγουρα εσείς παραπονεθήκατε στο σύνδεσμο; | Well, surely you complained to the association? |
που παραπονεθήκατε για μένα. | You complained about me. |
'λλωστε, δεν υπήρχαν αποδείξεις ότι ένας Ηγούμενος υπήρξε εκεί στο παρελθόν. Στην τελευταία συνεδρία του προσωρινού συμβουλίου, αρκετοί Τζαφά ηγέτες παραπονέθηκαν για ανώμαλη συμπεριφορά σε πολλούς πλανήτες. | In the last session of the interim council, several Jaffa leaders complained of erratic behavior on several planets. |
- Ναι. Κάποιοι στο γραφείο παραπονέθηκαν. | Some people in the office have complained... |
- Ποιοι παραπονέθηκαν; | - Who has complained? |
-Οι ένοικοι παραπονέθηκαν ήδη. | - They've already complained. |
3 άτομα στο Μισούρι παραπονέθηκαν. | Three people in Missouri complained. |
Δε θα βρέξει. Αν είπα κάτι που σ' έκανε να πιστέψεις ότι παραπονιόμουν δεν είναι αλήθεια, επειδή μ' αρέσουν όλα. | If I ever said anything that made you think I was complaining it just isn't true because I love everything. |
Δεν μπορώ να καταλάβω ότι παραπονιόμουν για το Κέημπερτ από την Γαλλία. | I can't believe I was complaining about Camembert from France. |
Μητέρα θυμάσαι όταν παραπονιόμουν, οτι δεν επικοινωνούσες αρκετά μαζί μου; | Mother, remember when I was complaining that you don't communicate with me enough? |
Σήμερα το πρωί παραπονιόμουν πως δεν έχω αρκετό σεβασμό. | This morning, I was complaining how I get no respect. |
- Αφού γι αυτό παραπονιόσουν, πάρ' το. | You were complaining about the bed, so I got you a bed. |
Γι'αυτό δεν παραπονιόσουν; | Isn't that what you were complaining about me not doing? |
Γκας, δέκα δευτερόλεπτα πριν, παραπονιόσουν ότι βαριόσουν. | - Gus, ten seconds ago, you were complaining About being bored. |
Και παραπονιόσουν για το Έρνι; | And you were complaining about Ernie? |
Την περασμένη βδομάδα, παραπονιόσουν γιατί εσύ και ο | Just last week, you were complaining about how you and |
- Απλά, ο Σέρλοκ παραπονιόταν. | Yeah. Sherlock was complaining. Saying. |
Um, παραπονιόταν για έναν πονοκέφαλο. | Um, he was complaining about a headache. |
Όταν την παραλάβαμε παραπονιόταν. | When we picked her up, she was complaining. |
Από την πρώτη ημέρα, παραπονιόταν για όλα αυτά τα πράγματα.. | From the first day, he was complaining about all the stuff. |
Αυτό που πρέπει να ξέρεις, είναι ότι ο αστυνομικός παραπονιόταν, επειδή η αδερφή σου, κουβαλούσε μόνο 6 ουγγιές κόκα, όταν τη σταμάτησαν. | What you need to know was that officer was complaining because your sister was only carrying six ounces of coke when they stopped her. |
Πριν από λίγο καιρό θα είχα σκεφτεί ότι παραπονιόσαστε ότι χρειαζόσαστε το νερό. | Not long ago l'd have thought you were complaining... that you needed water. |
- Θέλετε να παραπονεθείτε, λοχία; | Would you like to file a complaint, Sergeant? |
- Προτείνω να παραπονεθείτε στον ίδιο. | - I suggest you complain to him personally. |
Δεν έχετε λόγο να παραπονεθείτε. | I have none to complain about. |
Όμως, αν αυτά τα βιβλία αγοραστούν από κάποιον άλλο, μπορείτε να παραπονεθείτε στους Υπουργούς. | But if these books are bought by someone else, you may complain to the Ministers. |
Όταν έρθει αυτός απ' τη Γενεύη στο στρατώνα δε θέλω να του παραπονεθείτε. | When the Geneva man comes through the barracks I don't want you to complain to him. |
'Ηδη έχω παραπονεθεί. | - I'll take care of that. - I've complained. |
'κουσα κάποιες φήμες, αλλά κανείς δεν έχει παραπονεθεί | I've heard rumours, but no one's complained officially. |
- 'Εχουν ήδη παραπονεθεί. | Several of the parents have complained about it already. |
- Δεν έχω παραπονεθεί. | - I haven't complained. |
Έχει παραπονεθεί για κάτι, όπως δύσπνοια, μούδιασμα... | Why, has he complained of any symptoms? Shortness of breath, numbness in th... |