Σημαδεύω το μήκος με μια ταινία μετά λιπαίνω την είσοδο του σωλήνα, περίπου 10 cm. | Then I usually mark that off with some tape. And then you need to lubricate the end of the tube that I'm going to insert about 4 inches. |
Καλό είναι να το λιπαίνεις λίγο. | It's good to keep it lubricated. |
- Αλήθεια; Μόνο που είναι καλύτερο, γιατί στην πραγματικότητα λιπαίνει. | Except it's better because it actually lubricates. |
Αλλά από τη στιγμή εκείνη αγαύης και αυτό το κορεσμένο λίπος λιπαίνει το thinkanator-- ω, θα πάρω εκεί. | But once that agave and this saturated fat lubricates the thinkanator-- oh, I'll get there. |
Το νερό αυτό βουτάει κάτω στη βάση του καλύμματος, το ανασηκώνει, το λιπαίνει και του επιτρέπει να κινηθεί πολύ γρήγορα; | So this water here dives down to the bottom of the ice sheet, lifts it up, lubricates it and allows it to move really fast? |
Γιατί δε βρίσκουν τρόπο να λιπαίνουν το ταμπόν; | Why can't they find a way To subtly lubricate the tampon ? |