Δεν καταλαβαίνω γιατί κατατάσσεις την δουλειά μιας Αγγλίδας συγγραφέα να είναι πιο σημαντική από μια Βραζιλιάνας. | I don't see why you classify the work of the English author as being more important than that of the Brazilian. |
Το κατατάσσεις στις λιμουζίνες; | Would you classify this as a limo? |
Η Εθνική Ασφάλεια τα κατατάσσει ως υψηλό απόρρητο. | National security code classifies them as top secret. |
Τον κατατάσσουμε σε αυτό που λέμε εξτρεμιστής τιμωρός. | We're classifying him as something called a fundamentalist vigilante. |
Τον κατατάσσουμε ως άκρως οργανωμένο... βασισμένοι στο σχολαστικό σχεδιασμό των βομβών που φτιάχνει. | We would classify this bomber as highly organized, based on the meticulous design of his bombs. |
Σου λέω κάτι καλό, επειδή είσαι συγγενής της Φρέντσι... και ποτέ δε σε κατέταξα στο θηλυκό είδος, ξέρεις... | I'm trying to say a nice thing. Cos you being a relative of Frenchy I never before classified you as a human-type female. |
Τον κατέταξα από τη πρώτη μέρα: αναιδής και κόπανος. - Αυτό είπα εγώ; | You classified him at once as a pompous fool |
Η ασφάλεια σε κατέταξε ως επικίνδυνο. | Security classified you as a risk. |
Ο Λευκός Οίκος κατέταξε τον Αλ Μασρί ως το νούμερο 17 στη λίστα εκτέλεσης. | The White House classified al Masri as number 17 on the kill list. |
Τον κατατάξαμε στους οργανωμένους δολοφόνους, προσέξτε όμως... | We've classified him as an organized killer- careful. |
Με κατέταξαν στους σωματικά αναπήρους. | Uh, I was classified low physical fitness. |
Οι σχετικοί ερευνητές στον τομέα σας σας έχουν κατατάξει σαν παροχημένο. | The field investigators in your sector have classified you as obsolete. |
Την έχουμε κατατάξει χαμένο σε μια κάψουλα στην περιοχή του τρίτου φεγγαριού του Μπέιτζορ 7... | We have classified it lost in a shuttlepod in the vicinity of the third moon of Bajor Vll... |
Ως τι; - Δεν το 'χουν κατατάξει, κύριε. | It's unclassified, sir. |