Καταφέρνεις αριστοτεχνικά να εξυψώνεις τον ναρκισσισμό σου σε αγαθοεργία. | How you manage to elevate your narcissism to beneficence is masterful. |
Ένας μεγάλος παίκτης αυτού του βεληνεκούς, εξυψώνει τον Πεσουέλα... - πολύ πάνω από το επίπεδο των Μπιζ Λατ. | Power player of this caliber elevates Pezuela way beyond Byz Lat game level. |
Ότι το πάρε-δώσε της αγάπης μας ευτελίζει και μας εξυψώνει ταυτόχρονα; | That the giving and taking of love both debases and elevates us? |
Η Νάνσι με εξυψώνει ως άνθρωπο. | Nancy elevates me as a person. |
Η αφοσίωση εξαγνίζει την αγάπη, τη μεγεθύνει, την ανυψώνει, την εξευγενίζει και την εξυψώνει στο Βασίλειο του Θεού, δίνοντας της την πραγματική και βαθύτερη σημασία. | Fidelity purifies love, enlarges it, elevates it, ennobles it, and raises it up to the kingdom of God, giving it its true reason and deepest meaning. |
Οξύνει το αυτί, εξυψώνει το νου! | It hones the ear and elevates the mind! |
Έχουμε την επιλογή να εξυψώνουμε τον εαυτό μας, να τον ξεπερνάμε... να εκπληρώνουμε την αποστολή μας σε αυτό τον βασανισμένο κόσμο. | We have the chance to elevate ourselves, to overcome... to fulfill our mission in this base world. |
Με σχεδόν απεριόριστες προμήθειες για την προσθετική πελατών του, ο Μάσιμο εξύψωσε σε τέχνη το επάγγελμά του. | With an almost unlimited supply of clients for his prosthetics, Massimo elevated his craft into art. |
Περιέχει ενθύμια της μακρόχρονης σχέσης μου με τον άνδρα που εξύψωσε την επιστήμη της επαγωγής σε τέχνη. Τον πρώτο και, αναμφίβολα, τον πιο διάσημο ντετέκτιβ. | It contains certain mementos... of my long association with a man... who elevated the science of deduction to an art-- the world's first, and, undeniably... most famous consulting detective. |