Σού έχω δώσει τα πάντα... κι εσύ στέκεσαι εδώ και δυσφημείς εμένα και το χαρακτήρα μου! | I've given you everything. And you wanna stand here and defame me and my character! |
Σιχαίνομαι τον τρόπο που αυτός ο ειδωλολάτρης δυσφημεί τον Θεό μας | I hate the way that heathen defames our God. |
Πιστεύω ότι αυτό το επεισόδιο, παρότι φανταστικό, δυσφημεί τον κύριο Σουίνι. | I believe that this episode, though fictionalized, does defame Mr. Sweeney. |
Το επεισόδιο δεν δυσφημεί τον Κόλιν Σουίνι, επειδή, ουσιαστικά, είναι αλήθεια. | The episode does not defame Colin Sweeney because it is, in fact, true. |
Αλλά σήμερα, ο Πρόεδρος μου έδωσε την άδεια να σας μιλήσω ανοιχτά ώστε να αντικρούσω τις ανεύθυνες κατηγορίες οι οποίες όχι μόνο με δυσφημούν, μα βλάπτουν και την εθνική ασφάλεια. | But today, the President has agreed to let me speak openly to you so that I may address the irresponsible accusations that not only seek to defame me, but are harmful to our national security. |
Και δυσφήμησε τον πελάτη σας; | And it defamed your client? |