Ήταν διασκεδαστικό να χτυπάω εκείνους τους τύπους, όμως πρέπει να βρω ένα νέο τρόπο να διοχετεύω την ενέργειά μου. | It was fun knocking around those guys. But I got to, I got to find a new way to channel my energy. |
Απλώς βρήκα καλύτερο τρόπο για να το διοχετεύω. | I've just figured out a better way to channel it. |
Βλέπεις, ανακάλυψα πολύ καιρό πριν ότι είχα την ικανότητα να διοχετεύω τις πιο σκοτεινές μου σκέψεις, τα ανεπιθύμητα συναισθήματά μου σε άλλους, ενώ εγώ απαλλασσόμουν από αυτά. | You see, I discovered long ago I had the ability to channel my darker thoughts, my unwanted emotions to others, leaving me unencumbered. |
Εγώ έμαθα να διοχετεύω την εμμονή μου σε πιο θετική κατεύθυνση. | Let's just say I've learned to channel my obsession in a more positive direction. |
Αλλά πρέπει να μάθεις να διοχετεύεις το θυμό σου σε κάτι εποικοδομητικό. | But you have to learn to channel that anger, to use it constructively. |
Δε ξέρω τι με συγχύζει περισσότερο... το ότι σου έδειξα πώς να διοχετεύεις την ενέργειά σου... ή το ότι παραλίγο να με σκοτώσεις. | I don't know what makes me more upset-- That I showed you how to channel Or that you almost killed me. |
Καυγάδες σε μπαρ, ληστεία. Ψάξε άλλο τρόπο να διοχετεύεις την ενέργειά σου. | Bar fights, robbery... you might want to find a new way to channel that anger there, Sal. |
Πρέπει να μάθεις να διοχετεύεις αλλού αυτόν τον θυμό. | You should really learn to channel that anger. |
Είναι στο ζώδιο σκορπιός, που σημαίνει ότι διοχετεύει την θλίψη της σε οργή. | She's a scorpio, which means she channels her grief into rage. |
Μετά θα βάλω τον τροχό σ'ένα σύστημα που φτιάχνουμε... που θα διοχετεύει το νερό και το φως. | And then I'm going to attach that wheel to a system we're building... A system that channels the water and the light. |
Μετά τη διοχετεύει απ' το τρίτο του μάτι. Αν σβήσουμε τη φλόγα | Then he channels it through his third eye. |
Ο Λη διοχετεύει την ενέργειά του πνευματικά. | Unable to put his energy to use physically, Lee now channels it mentally. |
Όταν διαλογιζόμαστε, διοχετεύουμε αυτήν την πνευματική ενέργεια σ' όλο μας το σώμα. | When we meditate, we channel this spiritual energy throughout our body. |
Αλλά το καλό είναι πως διοχετεύουμε τις εμμονές μας στη δουλειά. | But the good news is, we Roberts have a way of channeling our obsessive behavior into our jobs. |
Βοηθάει στο να διοχετεύουμε τη μαγεία μας. | It helps to channel our magic. |
Έχω μιλήσει με άτομα που διοχετεύουν μίσος μέσω της θρησκείας μας, αλλά δεν γνωρίζω κανέναν που θα ενεργούσε τόσο παρορμητικά. | I have talked to men who misuse our religion to channel their hate, but I have not known anyone who would act on their impulses. |
Είναι σημαντικό να μάθουν να διοχετεύουν αυτήν την ενέργεια σε πιο δημιουργικές εξόδους, γι'αυτό και είμαι τόσο ευχαριστημένη που ο Τζαντ και ο Τζέισον θέλουν να συμμετάσχουν στη φετινή παράσταση. | It's important that they learn to channel that energy into more constructive outlets, which is why l am so pleased that Judd and Jason want to take part in this year's Christmas pageant. |
Ναι, και το 99% των θυμάτων διοχετεύουν τον πόνο τους με άλλους τρόπους. | Abuse does terrible things to people. Yeah, and 99% of them channel their damage in other ways. |
Οι Μορντ Σιθ διδάσκονται να χρησιμοποιούν τον πόνο, να τον διοχετεύουν, να τον ελέγχουν, | Mord-Sith are taught to use pain, to channel it, control it, |
Τα μαγικά που διοχέτευσες είναι πιο άγρια και πρωτόγονα από οτιδήποτε μπορεί ποτέ να καταλάβεις. Και είσαι τυχερή που είσαι ζωντανή, εσύ θρασύτατη, υπεροπτική ερασιτέχνισσα! | The magics you channelled are more ferocious than anything you can understand, and you are lucky to be alive, you rank, arrogant amateur! |
Έγγραφα που κυκλοφόρησαν πρόσφατα δείχνουν ότι η κυβέρνηση Μπους... διοχέτευσε εκατομμύρια δολάρια στην αντιπολίτευση της Βενεζουέλας... λίγους μήνες πριν το πραξικόπημα. | Documents recently released show that the Bush administration channelled millions of dollars to the Venezuelan opposition in the months leading up to the coup. |
Κατά πάσα πιθανότητα το διοχέτευσε. | She probably channelled it. |
Υπάρχουν πάνω από 800 πηγάδια εδώ τώρα, διοχετεύοντας νερό για 60 χιλιόμετρα κάτω από τον πάτο της ερήμου. | There are over 800 wells here now, channelling water 60 kilometres under the desert floor. |