Δεν... ήθελα να σε βαραίνω να κρατήσεις ένα μυστικό. | I didn't want to burden you with a secret to keep. |
Σκέφτομαι αυτό το μπέρδεμα με τον Μπόμπι και μετά με πάει κατευθείαν στην εμμονή τι κάνω με την ζωή μου και δεν θέλω να σε βαραίνω μ' αυτά, αλλά σοβαρά τώρα, τι κάνω με την ζωή μου; | I just keep thinking about that mess with bobby. And then it just takes me straight back to obsessing On what am I doing with my life, and I-I don't want to burden you |
Συγγνώμη που σε βαραίνω με αυτό μετά από όλα όσα πέρασες. | I'm sorry to have to burden you with this... No, no. - After everything you've been through. |
Αν κάτι σε βαραίνει... ίσως είναι καλύτερα να το βγάλεις από μέσα σου. | Something burdens you. Maybe it's better just to let it go. |
Νόμιζα ότι η οικογένεια είναι κάτι που σε βαραίνει και σου φέρνει κατάθλιψη. | Isn't family burdensome and painful to you? |
Πες μου ειλικρινά τι σε βαραίνει. | Tell me honestly what burdens you. |
Κυρία Πρόεδρε, έχετε πολλά να σκεφτείτε, για να σας βαραίνουμε με λεπτομέρειες. | Madame president, you have enough to think about without being burdened with details. |
Κύριε Δικαστά, παρά την ομολογία ενοχής του, δεν βλέπουμε το λόγο να βαραίνουμε την κομητεία με τα έξοδα διατροφής του ως τη δίκη. | Your Honor, despite the defendant's avowed guilt, we see no reason to burden the county with his maintenance until trial. |
- Όσα χρειαζόμαστε για να μην μας βαραίνουν. | - We ain't exactly burdened down. |
Αλλά μεγαλώνοντας, δίνουμε όρκους, υποσχέσεις μάς βαραίνουν οι υποχρεώσεις. Να μην κάνουμε κακό να λέμε την αλήθεια και μόνο την αλήθεια. Να αγαπάμε τον άνθρωπό μας μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος. | But as we get older, we take vows, we make promises, we get burdened by commitments... to do no harm, to tell the truth and nothing but, to love and cherish till death do us part. |
Δεν με βαραίνουν πράγματα όπως ενοχή ή αγάπη. | You know, I'm not burdened by things like guilt or love. |
Ευτυχώς δε μας βαραίνουν όλους οι δυσοίωνες προβλέψεις τού SΕΝ. | But, thankfully, not all of us are burdened with the ominous forebodings of SEN. |
Tώρα τoν βάρυναν oι φρoντίδες και oι ευθύνες... πoυ συνoδεύoυν τη μεγάλη θέση και την ιδιoκτησία. | Now he was burdened with the harassing cares and responsibilities which are the dismal adjuncts of great rank and property. |
Ξέρεις πως είναι να σε βαρύνει κάτι και να μην μπορείς να έχεις σχέση με άλλο άτομο; | You know how it feels to be burdened with something that makes it impossible for you to relate to another person? |