Εγώ προσπαθώ να πω κάτι κι εσύ αστειεύεσαι. | I'm trying to make a point, and you're doing jokes. |
Δεν είναι για να αστειεύεσαι. | This is nothing to joke about. |
Θα αστειεύεσαι. Δεν αστειεύoμαι γιατρέ. | I do not joke, doctor. |
-Θα προτιμούσα να μην αστειεύεσαι. | - I wish you wouldn't joke about it. - You're a scream. |
- Γιατί αστειεύεσαι πάντα; | Why is everything a joke with you? |
Όχι δεν αστειευόμαστε με διασώσεις. | No. I don't joke about rescues. |
Αλλά μόλις κατάλαβα ότι δεν είμαστε έτοιμοι να αστειευόμαστε γι' αυτό ακόμα. | But we're not ready to joke, and I know that now. |
Δεν είμαστε εδώ για να αστειευόμαστε, Χάννα. | We're not here to joke around, Hanna. |
- Δεν αστειευόμαστε σε 3 πράγματα: | - Sir, three things we don't joke about: |
Ας μην αστειευόμαστε. | Let's not joke about it. |
Τους ακούω να αστειεύονται, αλλά κανείς δεν με ακούμπησε, αν αυτό είναι που εννοείς. | I hear them making their jokes. But no one's touched me, if that's what you mean. |
Τα κορίτσια δεν αστειεύονται. | These girls are no joke; |
Οι υπάλληλοι στην αποθήκη μας πάντα αστειεύονται ότι, αν ήθελαν να βγάλουν καλά λεφτά θα πουλούσαν τα αγαθά μας σ' αυτόν. | The employees at our warehouses always joke that if they wanted to make real money, they'd sell our goods over to him. |
Οι γυναίκες άνω των 30 δεν αστειεύονται όταν πρόκειται για δέσμευση. | Women over 30 don't joke when it comes to commitment. |
Εδώ δεν αστειεύονται. | This place is no joke. |
Απλώς αστειεύτηκα. | It was a joke. |
Απλά, αστειεύτηκα λιγάκι. | It was just my little joke. |
Θεέ μου, αστειεύτηκα πως αυτοί οι δυο είχαν σχέση, αλλά δεν το εννοούσα. | God, I joked about them having an affair, but I was never serious. I... |
Απλά αστειεύτηκα. | Come on. That was a joke. |
Μόλις ρώτησα έναν ορφανό για τους νεκρούς του γονείς και αστειεύτηκα κιόλας; | I just asked an orphan about his dead parents and made a joke about it, didn't I? |
Κι εσύ αστειεύτηκες πολλές φορές για το στύλο στον πισινό της Νταϊάν. | And I've heard you more than once joke - about the pole stuck about Diane's ass. |
Ανησύχησα όταν αστειεύτηκες να άφηνα τον τύπο να σκοτώσει τον Ντιμπάλα. | It worried me when you joked about letting that man shoot Dibala. |
Μέρικ, μόλις αστειεύτηκες. | Merrick, you made a joke. |
Προχώρησα μέχρι εκεί και με το ζόρι είπα το όνομά μου και γέλασες και αστειεύτηκες ότι τ' αγγλικά είναι η δεύτερη γλώσσα μου και ταιριάξαμε από το πουθενά. | I walked over there, and... And... And I could barely get my name out, and you laughed and made some joke about English being my second language, and... |
Άντριαν, αστειεύτηκες. | Adrian, you made a joke. |
Πρώτον, αστειεύτηκε για τον γάμο. | Yeah. One: He joked about getting married. |
Πάντα αστειεύτηκε για το "Τώρα έχω να ξεχρεώσω μόνο τον ένα μαστό." | She always joked about it. "Now I only have one breast." |
Εσείς και Harvey αστειεύτηκε γι 'αυτό. | You and Harvey joked about it. |
Η Lexi αστειεύτηκε, ότι... εσύ και η Hedy ήσασταν επάνω στην κρεβατοκάμαρα... σαν να είχατε λεσβιακή σχέση. | Uh- - Uh, Lexi had made a joke, uh, that, uh, you and Hedy were upstairs in the bedroom... - having a lesbian relationship. |
Νομίζω πως ο Σαρπ αστειεύτηκε. | I think Sharp just made a joke. |
Και όταν αστειευτήκαμε για την Νεράιδα Απώλειας Μαλλιών... ξαφνικά επικεντρώθηκε στο κεφάλι του πρύτανη. | (Mustrum) So, when we joked about the Hair Loss Fairy, it suddenly focused on the Dean's head. |
Αν και αστειευτήκαμε πως αφού περνάμε τόσες ώρες μαζί είμαι "η γυναίκα του στη δουλειά". | We joked that we spend so much time together... ...heshouldcallmehis"work-wife." |
αστειευτήκαμε για το ότι δεν θα γυρίζαμε σπίτι μαζί... | Look, I know that we joked about not going home together-- |
Ναι, αστειευτήκαμε σχετικά με το να παντρευτούμε στο πρώτο μας ραντεβού. | Yeah. We joked about getting married on our first date. |
Εμπρός λοιπόν, αστειέψου. | come hen, make jokes... |
Ναι, σίγουρα, αστειέψου τώρα. | Yeah, sure, joke now. |
Εμπρός, αστειέψου. | Go ahead, joke. |