Δεν αποπειράθηκα να αυτοκτονήσω. | I wasn't attempting suicide. |
Με πιάσανε πάνω στη στιγμή που αποπειράθηκα να δολοφονήσω κάποιον. | I was caught attempting to kill a man. |
Κι απόψε αποπειράθηκες να δολοφονήσεις την κόρη του, Έλενα. | And tonight, you attempted to kill you daughter, Elena. |
Θα ήθελες να μιλήσουμε γιατί αποπειράθηκες να αυτοκτονήσεις; | Would you like to talk about why you attempted to kill yourself? |
Τότε γιατί προσπαθούσε να φύγει, ...την ίδια στιγμή που εσύ αποπειράθηκες να σκοτώσεις τον κοιμώμενο γιο μας; | It was all me. Then why was she trying to flee at the very moment you were attempting to murder our sleeping son? |
Εσύ αποπειράθηκες να σκοτώσεις τη βασίλισσα. | You attempted to kill the Queen. |
Ότι την 20η ημέρα του Απριλίου 2012 στο Δημοτικό Διαμέρισμα του Μπέλφαστ, αποπειράθηκες να δολοφονήσεις την 'ννι Μπρόλεϊ ενάντια στο κοινό δίκαιο. | That you on the 20th day of April 2012 within the County Court Division of Belfast attempted to murder Ann Brawley contrary to Common Law. |
Η κυρία Όσμπορν 43 ετών στην οδό Στάντλαντ 4, δίνοντας στοιχεία, κατέθεσε ότι ο Πόλοκ που κάθονταν δίπλα της, επιμόνως την σκούντησε στο χέρι... και αργότερα αποπειράθηκε να πάρει άλλες ελευθερίες. | A Mrs. Osborne, 43 of 4 Studland Road, giving evidence, stated that Pollock, sitting next to her, persistently nudged her in the arm and later attempted to take other liberties. |
Και το κορυφαίο, αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. | And, to top it, she attempts suicide. |
Ο σύντροφός σου, ο σιωπηλός αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. | Your companion, the silent one, has attempted suicide. |
Κυρίες και κύριοι... Παρακολουθείτε το πιό θεαματικό κατόρθωμα... Που αποπειράθηκε απο τον μεγαλύτερο ριψοκίνδυνο άνθρωπο στον κόσμο. | Ladies and gentlemen you are about to witness the most spectacular feat ever attempted by the greatest daredevil in the world. |
Ο Williams προδόθηκε από μια παλιά αγάπη που μετά αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. | Williams was betrayed by an old sweetheart, who then attempted suicide. |