Ξέρεις που πρέπει να αξιολογώ κάθε δάσκαλο, κάθε εξάμηνο; | You know how I have to evaluate each teacher each semester? |
Το FBI με προσέλαβε για να αξιολογώ πράκτορες. | The FBI hires me to evaluate agents. |
Τώρα αξιολογώ τη δουλειά σου. | This meeting is to evaluate your work. |
Να μπορείς να βλέπεις μια κατάσταση και να την αξιολογείς από όλες τις απόψεις. | Being able to look at a situation and evaluate all the angles. |
Πρέπει να αξιολογείς τις εντολές που μας έρχονται. | You have to evaluate directives that come down. |
Στέκεσαι μπροστά στο τραπέζι... αξιολογείς τον ασθενή... πιάνεις το νυστέρι. | You step up to the table... you evaluate the patient... you pick up a scalpel... |
Ο αλγόριθμος του Ζόλα αξιολογεί το παρελθόν των ανθρώπων, για να προβλέψει το μέλλον τους. | Zola's algorithm evaluates people's past to predict their future. |
Πρέπει το ίδιο το παιδί να αξιολογεί μόνο του... το πώς αισθάνεται για κάθε εργασία. Αν είναι ικανοποιημένο, ή αν σκέφτεται ότι θα μπορούσε να είχε πάει καλύτερα. | It should be the child himself who evaluates how he feels about each task if he is satisfied, or if he thinks he could have done better. |
Εποπτεύουμε, επιβεβαιώνουμε την ύπαρξη ζωής, αξιολογούμε την απειλή και μετά αναφέρουμε τα ευρήματά μας στις ειδικές επιχειρήσεις. | We surveil, establish proof of life, evaluate the threat, then report our findings to special ops. |
Κάθε τρεις ώρες θα αξιολογούμε την πρόοδό σας... και ο Υπεύθυνος Κρούσης θ' αξιολογεί την ανάγκη επέμβασης. | Every three hours, we'll reevaluate your progress... and let our tactical commander advise and update on the use of force. |
Παρευρίσκεται σε συνεντεύξεις μερικες φορές, για να πάρει μια ιδέα πώς αξιολογούμε τους ανθρώπους. Πόσο μπορεί να κινδυνεύουν και τι βοήθεια χρειάζονται. | She sits in on interviews sometimes just so she can get a sense of how we evaluate people, how much trouble they may be in and how much help they may need. |
Το συζητάμε, το αξιολογούμε. | We discuss it, evaluate it. |
- Ένα από τα δυνατά σας σημεία είναι η ικανότητά σας να αξιολογείτε τη δυναμική σε μία κατάσταση και κατόπιν να κάνετε ένα αποφασιστικό προληπτικό βήμα, να πάρετε τον έλεγχο. | One of your strengths is your ability to evaluate the dynamics of a situation and then take a definitive, preemptive step-- take charge. |
Ενώ αξιολογείτε τις επιλογές σας; | While you evaluate your options? |
Το ότι με αξιολογείτε για να πάρω μεγαλύτερη εξουσιοδότηση σημαίνει... | The fact that I'm being evaluated for a higher clearance, does that mean that -- |
- Είναι καλά. Τον αξιολογούν. | He's being evaluated. |
Όλοι μεταξύ τους αξιολογούν τα κατορθώματα ζωής, κατά κανόνα δυνάμει ενός συνδυασμού υλικών αγαθών και της ελκυστικότητας ενός συνοδού, συζύγου, συντρόφου. | Everybody evaluates each other's lot in life, generally by virtue of a combination of material worth and the attractiveness of one's date, spouse, life partner. |
Είμαστε το μόνο κέντρο στον κόσμο που η μητέρα του και το μωρό εγκρίνονται.. Οι πελάτες αξιολογούν πριν αγοράσουν. | This is the only facility in the world where she is the mother of their adopted baby ... evaluate before they buy. |
Εκείνοι έρχονται, αξιολογούν και αποφασίζουν. | They come in, evaluate, and decide. |
Θα μας αξιολογούν. | We're gonna be evaluated. |
Είναι οι τελευταίοι εφτά Τοντ Σμιθ που αξιολόγησες. | Those are the last seven Todd Smiths you evaluated. - Donna-- |
Κοίτα... μπορεί να αξιολόγησες κάποια γυναίκα που μου έμοιαζε κι ακουγόταν σαν εμένα, αλλά δεν ήμουν εγώ. | Well, you may have evaluated a woman who looked like me and sounded like me, but it wasn't me at all. |
Όσο και να θέλει τώρα να παραιτηθεί, νομίζουμε πως το παιχνίδι αξιολόγησε τον χαρακτήρα του και αποφάσισε ότι αν αυτή ήταν μία πραγματική περίπτωση, ο Τηλ'κ δεν επρόκειτο να παραιτηθεί σε οποιαδήποτε περίσταση. | As much as he must now want to quit, we think the game evaluated his character and decided that if this were a real situation, Teal'c would never give up. |
Ο δημοπράτης είναι άντρας, και αξιολόγησε το ξίφος πριν η Κέντρα πανικοβληθεί και το θάψει. | The auctioneer is a man, and he evaluated the sword before Kendra panicked and buried it. |
Τον αξιολόγησε ψυχίατρος. | He was evaluated. |
Ήταν η τελευταία μέρα που αξιολογήσατε της χαρτικές σας ανάγκες | That is the last day That you evaluated your paper needs. |
Όταν αξιολογήσατε τον Ντάστιν, παρατηρήσατε αυτά τα συμπτώματα; | When you evaluated Dustin, did you note those symptoms? |
Κα Jang, δεν τον αξιολογήσατε πριν από τη δημοσίευση του έργου; | Ms. Jang, haven't you evaluated him before his book was published? |
Το Ντέστινυ αξιολογούσε την ικανότητα στου Σμηνάρχου Γιανγκ να διοικεί το πλήρωμα αλλά τελικά, εγώ ελέγχω το σκάφος. | Destiny was evaluating Colonel Young's ability to command the crew, but ultimately, I control the ship. |
Το αξιολογούσαμε. | We were evaluating it. |
Μας αξιολογούσαν; | They were evaluating us? |
- Τον έχουν αξιολογήσει; | Has he been evaluated? |
Έχω πολύ σοβαρές ρινορ- ραγίες κατά διαστήματα. Έχω φοβερούς πονοκεφάλους μέσα στη νύχτα, αλλά δεν μου έχουν αξιολογήσει... με αποφρακτική άπνοια κατά τον ύπνο εδώ και 9 χρόνια. | I get terrible headaches in the night, but I haven't been evaluated for the sleep apnea for nine years. |
Είπες ότι έπρεπε να είχες αξιολογήσει τις ιδέες μου, όχι ότι ήταν καλές. | So when you told me you should have evaluated my ideas first, you weren't saying that they were good. |
Θα έπρεπε να είχα αξιολογήσει τις ιδέες σου. | I should have evaluated your ideas. |
Θα βάλουμε να σε αξιολογήσει ο ειδικός μας για τις εθιστικές ουσίες. | We're going to have you evaluated by our substance abuse expert. - Oh! |