Το κόλπο είναι να ξέρουμε πότε μας τυχαίνουν ώστε να τις αποδεχθούμε να τις ζήσουμε... | The trick is to know when they're happening so that we can embrace them, live in them... |
Μας τυχαίνουν πράγματα. | Things happen to us. |
- Όχι. Θεέ μου, κάτι τέτοια τυχαίνουν στην Αλίσια Κιζ ή δεν ξέρω... στην Φιόνα Απλ ή σε κάποια απ' αυτές. | God, stuff like this happens to Alicia Keys or, I don't know Fiona Apple or something. |
Και όλα τα άσχημα πράγματα που μας τυχαίνουν... έρχονται γιατί πραγματικά το αξίζουμε; | And all the terrible things that happen to us come because we actually deserve them?" |
Σας τυχαίνουν όλα τα στραβά. | All these bad things just happen. |
Έψαχνες για κάτι, και έτυχα εγώ... | You were looking for something, and I happened to be... |
Εσύ μας έτυχες, Γκρέισον. | You happened, Grayson. |
Είπες ότι απλά έτυχες. | You said you just happened. |
Σωστά, και απλά έτυχες να απομακρύνεσαι από μια μηχανή που κλάπηκε από το μέρος όπου συνέβη η πολιορκία του λεωφορείου. | Right,and you just happened to walk away from a motorcycle that was stolen from the site of a bus breakout. |
- Εσύ της έτυχες. | You happened to her. |
Α νάμεσα στην ούνια αι το τώρα, έτυχες εσύ. | Between the cradle and now you happened. |
Μόλις έτυχε να συναντήσω τη γειτόνισσά μας. | I just happened to see our neighbor. |
Πως και έτυχε να διασχίζεις την γέφυρα της 9ης οδού μόλις πήδηξε η γυναίκα; | How did you happen to cross the 9th St bridge just as the woman jumped? |
Μήπως έτυχε ο Γκάρυ να'κούσει γιατί ο Κόλιερ έδειχνε τέτοιο ενδιαφέρον για ένα νησί έξω από τις Δυτικές ακτές της Αφρικής; | Did gary happen to hear why Collier's so interested in an island off the west coast of africa? |
Αν παρ όλα αυτά είχε φυσιολογικό θάνατο, πρέπει να υποθέσουμε ότι ο κλέφτης έτυχε να περνάει ακριβώς την κατάλληλη στιγμή κάτι που είναι εντελώς απίθανο. | If, however, he died a natural death we must assume that the thief happened to be on hand just at the right moment, which is outside the realm of probability. |
Ένας μέθυσος σκότωσε τον πατέρα μου επειδή έτυχε να τον ληστέψει; | Some drunk killed my father because he happened to rob him? We don't know yet. |