Όλο αποτυχαίνεις. | All you do is fail. |
Γι'αυτό δε τελείωσες ποτέ το ββλίο σου, γιατί πάντα θα αποτυχαίνεις. | That's why you've never finished your book, why you'll always be a failure. |
Πως νοιώθεις να αποτυχαίνεις τόσο θεαματικά; | How does it feel to fail so spectacularly? Who said I failed? |
Όπως ξέρεις πριν πετύχεις κάτι, αποτυχαίνεις 7 στις 10 φορές. | As you know... to hit the magical 300, you fail seven out of ten times. |
Laura, φαντάσου το να παθιάζεσε με κάτι, να έχεις μια επιθυμία, να αφιερώνεις τη ζωή σου σ'αυτή και μετά ν'αποτυχαίνεις. | Laura, try to imagine conceiving a passion for something, having one desire, dedicating your life to it and then failing. |
Αν δεν αποτυχαίνουμε καμιά φορά, οι επιτυχίες μας δεν έχουν αξία. | If we don't fail sometimes... our successes won't mean anything. You must have courage. |
- Όλοι μας αποτυχαίνουμε μερικές φορές. | - What if I fail? Well, people fail sometimes. |
Όλοι αποτυχαίνουμε στην πίστη, ε; | We all fail at faith, Aramis. |
Μπορείς να πετύχεις, εκεί που οι υπόλοιποι αποτυχαίνουμε. | You can succeed where the rest of us fail. - Why should I believe you? |
Και όταν αποτυχαίνουν, αναρωτιόμαστε γιατί, γιατί, με την ραγισμένη καρδιά μας και τον πληγωμένο μας εγωισμό. | And when they fail, we wonder why, why, why, with our broken hearts and our bruised egos. |
Αλλά καταφέρνει πάντα εκεί που άλλοι αποτυχαίνουν. | But he manages to succeed where others have failed. |
Επί 10 χρόνια οι μαθητές μου αποτυχαίνουν στον διαγωνισμό αλλά με σένα και τον Γκ... | - For 10 years my students have failed the contest, but with you and... |
Έι, δεν αποτυχαίνουν ούτε. | Hey,they're not failures either. |
Ποτέ δεν αποτυχαίνουν. | It will not fail. |
Όπως και το ότι οι ψηφοφόροι λατρεύουν τις οικογενειακές αξίες, και χωρίς εσένα στο πλευρό μου, θα αποτύχω. | And because voters worship family values, and without you at my side, my ambitions will fail. |
Μόνο, ότι εσύ θα αποτύχεις. | Only that you will fail. |
Σημαίνει ότι θα αποτύχεις σε αυτό που προσπαθείς να πετύχεις. | It means that you will fail at what you're trying to accomplish. |
Αν με ξεκόψεις από τον κύκλο σου, όπως απείλησες, θα αποτύχεις. | And if you cut me out of your inner circle, like you threatened earlier today, you will fail. |
Αλλά θα αποτύχεις, Ναζωραίε. | But you will fail, Nazarene. |
Όποιο και αν είναι το σχέδιό σου, θα αποτύχει. | Whatever your plan is, it will fail. |
Αν τον αφήσουμε να ξεφύγει ο σιδηρόδρομος θα αποτύχει | If we let him go the rail road will fail |
Είναι γραμμένο στην Αίθουσα των Προφητειών πως ο Ρίτσαρντ Ραλ θα αποτύχει στην αποστολή του να νικήσει τον Φύλακα. | It is written in the Halls of Prophecy that Richard Rahl will fail in his quest to defeat the Keeper. |
Αλλά την επόμενη φορά που θα ντυθεί... τρέχοντας ολοταχώς προς τον κίνδυνο, θα αποτύχει. | Fshh! Runs headlong into danger... He will fail. |
Η Φραν θα αποτύχει, εσύ θα πετάξεις την ζωή σου στα σκουπίδια... κι εγώ θα πεθάνω μόνος, ανάσκελα, στο πάτωμα της τουαλέτας ενός μπαρ. | Fran will fail, you'll toil your life away and I'll die alone, upside down on the floor of a pub toilet. |
Θα πρέπει να είμαστε μαζί σε αυτό ή θα αποτύχουμε πάλι. | We have to be together on this or we will fail again. |
Αν δεν το κάνετε η βόμβα θα εκτραπεί όπως πάντα και θα αποτύχουμε. | The Kaiju's genetic code and let you pass. If you don't do it, the bomb will deflect off the breach Like it always has and the mission will fail. |
Αν αποτύχει, θα αποτύχουμε. Και θα αποτύχει, αν δεν με πάτε εκεί που πρέπει. | If it fails, we fail, and it will fail if you don't get me where I need to go. |
Ανησυχώ ότι οι προσπάθειες εκπαίδευσης θα αποτύχουν. | I am concerned that my training efforts will fail. |
Αλλά θα αποτύχουν, επειδή ποτέ δεν θα ηττηθούμε. | But they will fail, for we shall never be defeated. |
Να ξέρουν ότι θα αποτύχουν... επειδή πιστεύουμε ότι μπορούμε να κάνουμε τη διαφορά. | Let them know that they will fail... because we believe we can make a difference. |
Και θα αποτύχουν σε όλα. | They will fail in everything. |
Και οι δύο θα αποτύχουν. | Both will fail. |
Καί απότυχα. | And I failed. |
William, απότυχα. | William, I failed. |
Τι και αν απότυχα; | What if I fail? |
Μπορεί να απότυχα να σε σκοτώσω, Conde αλλά η αδελφή μου δεν θα αποτύχει. | I may have failed to kill you, Count, but my sister will not. |
Λυπάμαι που απότυχε αυτό. | Sorry that it failed. |
Ο παλιός καθηγητής... έχει έναν νέο μαθητή να αποτύχει... όπως απότυχε και εκείνος. | The old professor... has a new pupil... to fail... as he failed. |
Επειδή η συμμαχία απότυχε δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να πασχίσουμε να γίνουμε οι καλύτεροι στα πυρηνικά όπλα. | [speaking Russian] [translator]and because the summit has failed, we have no choice but to strive to be second to none In the nuclear arms race. |
Αν κάποιος εδώ απότυχε, Ποιός μπορεί να είναι? | If anyone here failed, who would it have been? |
Τότε, αποτύχαμε και οι δυο. | Then I guess we both failed. |
Ίσως να μην αποτύχαμε τελικά! | Maybe we haven't failed after all! |
Και αποτύχαμε και τώρα είναι νεκρός. | And we failed to do that and he's dead. |
Ο Δρ Τσίλτον ήταν ο σύμβουλός μας, τότε που αποτύχαμε να τον πιάσουμε μετά από τα τελευταία του εγκλήματα. | Dr Chilton consulted on the case when we failed to catch the Ripper after his last series of murders. |
- Δεν αποτύχαμε. | We did not fail! |
Τώρα, όλοι αποτύχατε στην μάχη... και συνεπώς, επισήμως είστε νεκροί. | Now, you have all failed combat... and are therefore officially dead. |
Περιττό να πούμε ότι αποτύχατε παταγωδώς. | Needless to say, you all failed. |