-Φυσικά θα το τρέφω εγώ. | I'm going to feed him myself. |
Δεν έχω χρόνο να τρέφω το στομάχι μου. | I don't have time to feed my stomach. |
Η αρχική σημασία του ρήματος ήταν τρέφω ή διατρέφω. | Its very first meaning was to feed or nourish |
-Δεν πρέπει να το τρέφεις εσύ. | - You mustn't feed him yourself. - Of course |
Eκείνoς πoυ τρέφεις. | Whichever one you feed. |
Όχι, τρέφεις την ψύχωσή του. | - No, you're feeding into his psychosis. |
Ακόμα κι εσύ πρέπει να τρέφεις την ψυχή σου. | Even you must feed your soul. |
- Κι αν το ένα τρέφει το άλλο; | What if one feeds the other? |
-'Οσα περισσότερα μπορούν. Η Φλόριντα τρέφει το έθνος και κανείς εμένα. | Florida feeds the nation, but nobody feeds me and that's what I wanna talk to you about. |
-Γιατί τρέφει τη βασίλισσα. | - It feeds the queen. |
Όλες λυπόμαστε για την Σίντι, αλλά η ζωή συνεχίζεται, όπως και η δουλειά που σας τρέφει. | We're all sorry about Cindy, but life goes on, and the job that feeds you as well. |
Αν θα μπορέσει να της σώσει τη ζωή γιατί δεν τον τρέφουμε απλά; | If it means saving her life, why not just feed him? |
Γιατί να παραμελούμε τα καλύτερα πράγματα στη ζωή... μόνο και μόνο για να τρέφουμε τη φιλοδοξία μας; | Why neglect the best things in life in order to feed our ambition? |
Δεν έχουμε την πολυτέλεια να τρέφουμε και αυτά τα πλάσματα. | We can't afford to feed these creatures, too. |
Δεν χρειάζεται να τρέφουμε κι άλλο στόμα. | Don't need another mouth to feed. |
Αν συνεργαστείτε με αυτόν τον εξορκισμό τρέφετε την αυταπάτη του. | If you collaborate with this exorcism you are feeding his delusion. |
Αυτό η για να τρέφετε όσο θα περιμένει. | That and so they have something to feed on while they wait. |
Θα μπορείτε να τρέφετε τους ανθρακωρύχους και τη σχέση σας. | Youse can feed the miners and your relationship. |
Κάνετε μωρά... γάλα για να τα τρέφετε. | Make babies and make milk to feed the babies. |
- Σε τρέφουν καλά στον στρατό; | So they feed you in the army? |
Αλλά τα λόγια δεν μας τρέφουν. | But words cannot feed us. |
Αρχές που δεν τρέφουν μόνο τη δική μου ψυχή, αλλά και την ψυχή των ενοριτών μου. | A faith that not only feeds my soul but those of my parishioners. |
Αυτοί τρέφουν την ψευδαίσθηση της. | They're feeding her delusion. |
'κουσα ότι ο προφήτης δίνει φως στους τυφλούς, θεραπεύει αρρώστους. 'Οτι έθρεψε χιλιάδες φτωχούς... μόνο με μερικά ψωμιά. | I heard them say this prophet brings sight to the blind, heals the sick, that he fed thousands of the poor with no more than a few loaves of bread to divide. |
Όσο μεγάλωνα, με έθρεψε. | As I grew, he fed me. |
Η μαζική άρδευση έθρεψε τον αυξανόμενο πληθυσμό και τα τελευταία 50 χρόνια, ανοίχθηκαν 21 εκατομμύρια πηγάδια. | Massive irrigation has fed the growing population and in the last 50 years, 21 million wells have been dug. |
Με έθρεψε, με έντυσε, μου δίδαξε πώς να κυνηγώ. | She fed me, she clothed me, she taught me how to hunt. |
Πριν από 12.000 χρόνια οι παγετώνες έθρεψαν φουσκωμένες θάλασσες... και ο ωκεανος εισχωρησε σε ένα νησί του Ειρηνικού... δημιουργώντας μια λίμνη που όμοιά της δεν υπάρχει. | 1 2,000 yesrs sgo, melting glaciers fed rising seas... snd the ocesn begsn to seep into a speck of an island in the Pacific, creating a lake like no other. |
Παντρευτήτε τα ελληνικά αγόρια, κάνετε ελληνικά μωρά, και θρέψτε τον καθένα... μέχρι την ημέρα που θα πεθαίνουμε. | Marry Greek boys, make Greek babies, and feed everyone... until the day we die. |
Έχοντας θρέψει τους κυνηγούς τους τα τζιτζίκια αφήνουν ένα τελευταίο δώρο για το ίδιο το δάσος. | Having fed the predators, the cicadas leave one final gift for the forest itself. |
Έχω θρέψει ολόκληρες οικογέvειες, μοίραζοvτας θέσεις αριστερά και δεξιά. | I've fed entire families, handed out jobs left and right. |
Ίσως ο κόσμος που προτιμάτε; Θα ήταν σε θέση να θρέψει αυτά τα παιδιά; | But the world you dreamt of couldn't have fed those children. |
Μα, στην πραγματικότητα, πάλευε να θρέψει την οικογένειά του. | It was all he could do to keep his family fed. |
Έπαιζαν ένα παιχνίδι... τρέφοντας τις εμμονές τους, κρίση μέσης ηλικίας, ψάχνοντας για ζωντάνια κι ο Λάρι τη βρήκε... | They were playing a game, feeding each other's obsession, a midlife crisis, looking for a pulse, and Larry finds it... |
Για πάνω από 4 δισεκατομμύρια χρόνια ο Ήλιος υπήρξε σύμμαχος θερμαίνοντας και τρέφοντας τον πλανήτη μας. Αλλά κάποτε, η ηλιακή μας θερμάστρα θα γίνει εχθρός μας. | For over 4 billion years the Sun has been an ally, warming and feeding our planet. |
Και ο Μέρλιν είχε δίκιο ότι οι Όρι είναι μια απειλή, αλλά όχι μόνο σε εμάς του κατώτερους, όχι μόνο στα δις ανθρώπινων ζωών στον γαλαξία, αλλά και στην ίδια σας την ύπαρξη. Επειδή μόλις τελειώσει αυτός ο πόλεμος και κάθε ψυχή που έχει μείνει ζωντανή προσεύχεται στους Όρι, τρέφοντας την ανάγκη τους για λατρεία, ξέρεις ποιόν θα κυνηγήσουν μετά. | And Merlin was right that the Ori are a threat, but not only to us lowers, not only to the billions of human lives throughout this galaxy, but to your own existence, because when this war is over and every soul that's left alive is praying to the Ori, feeding their need to be worshipped... you know who they're going to come for next. |
Σιγά σιγά, συνειδητοποιήσαμε ότι ο Κιουρέλ... να μεγαλώνει ήδη μέσα το πετσί μας.. αγαλλιάζοντας την ψυχή μας, τρέφοντας την καλύτερη μεριά του είναι μας | Little by little, we realized that Querelle... already inside our flesh, was growing... developing in our soul, feeding off the best within us. |