Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Γνέφω (beckon) conjugation

Greek
14 examples

Conjugation of γνέφω

εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
γνέφω
I beckon
γνέφεις
you beckon
γνέφει
he/she beckons
γνέφουμε
we beckon
γνέφετε
you all beckon
γνέφουν
they beckon
Future tense
θα γνέψω
I will beckon
θα γνέψεις
you will beckon
θα γνέψει
he/she will beckon
θα γνέψουμε
we will beckon
θα γνέψετε
you all will beckon
θα γνέψουν
they will beckon
Aorist past tense
έγνεψα
I beckoned
έγνεψες
you beckoned
έγνεψε
he/she beckoned
γνέψαμε
we beckoned
γνέψατε
you all beckoned
έγνεψαν
they beckoned
Past cont. tense
έγνεφα
I was beckoning
έγνεφες
you were beckoning
έγνεφε
he/she was beckoning
γνέφαμε
we were beckoning
γνέφατε
you all were beckoning
έγνεφαν
they were beckoning
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
γνέφε
be beckoning
γνέφετε
beckon
Perfective imperative mood
γνέψε
beckon
γνέψτε
beckon

Examples of γνέφω

Example in GreekTranslation in English
" Όταν η αγάπη γνέφει, ακολούθησε,"When love beckons, follow,
" Όταν η αγάπη γνέφει, ακολούθησε.""When love beckons, follow."
"Όταν η αγάπη γνέφει, ακολούθησε,"When love beckons, follow,
"Ναι επιτέλους, επιτέλους... ελεύθερη απ'το παρελθόν... και το μέλλον να μου γνέφει...♫ Yes at last, at last ♫ ♫ to be free of the past ♫ ♫ and of the future that beckons me ♫
Όταν το ηλιακό μας σύστημα έχει διερευνηθεί όλο οι πλανήτες από άλλα αστέρια θα γνέφουν.When our solar system is all explored the planets of other stars will beckon.
Ο ήλιος έχει δύσει και τα μάτια σου μου γνέφουν να σε πάω στην παραλία όπου θα κολλήσω τα χείλη μου στα δικά σου./ It's the shank of the evening. And your eyes beckon me to the shore where I will crash on you lips.
Οι ουρανοί μου γνέφουν να συνεχίσω να ονειρεύομαι.The skies are beckoning me to go on dreaming.
Οι ουρανοί μπορεί να σου γνέφουνThe heavens may beckon you
Μου έγνεψες.You beckoned me.
Όταν έφτασε στην πόρτα, στράφηκε και μου έγνεψε.When she got to the door, she turned around and beckoned me.
Ο διάβολος τον έβαλε σε πειρασμό, αλλά ο Θεός του έγνεψε.The devil tempted him,but God beckoned him.
Τώρα γνέψε με τα χέρια σου.Now beckon with your hands.
Η σύντομη εμφάνισή της, ίσως λειτουργεί ως σινιάλο... γνέφοντας στα παιδιά της να γυρίσουν σπίτι.Her brief appearance may be a signal, beckoning her children home for the night.
έξω ο ουρανός περιμένει γνέφοντας, γνέφοντας, μόλις πέρα από τα κάγκελα.Outside the sky waits, beckoning, beckoning, just beyond the bars.

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

γράφω
write
τρέφω
feed

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'beckon':

None found.