Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Στερεοποιώ (make firm) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
στερεοποιώ
στερεοποιείς
στερεοποιεί
στερεοποιούμε
στερεοποιείτε
στερεοποιούν
Future tense
θα στερεοποιήσω
θα στερεοποιήσεις
θα στερεοποιήσει
θα στερεοποιήσουμε
θα στερεοποιήσετε
θα στερεοποιήσουν
Aorist past tense
στερεοποίησα
στερεοποίησες
στερεοποίησε
στερεοποιήσαμε
στερεοποιήσατε
στερεοποίησα
Past cont. tense
στερεοποιούσα
στερεοποιούσες
στερεοποιούσε
στερεοποιούσαμε
στερεοποιούσατε
στερεοποιούσαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
στερεοποίσου
στερεοποιήστε
Perfective imperative mood
να στερεοποιείς
στερεοποιείτε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'make firm':

None found.