Είναι καιρός να σταματήσεις να περιφέρεσαι σ' αυτούς τους υπονόμους. | It's about time you stopped wandering around those sewers. |
Δεν είναι και πολύ έξυπνο να περιφέρεσαι στο πάρκο τη νύχτα. | Not too smart wandering around the park at night. |
Οι γονείς σου σ'αφήνουν να περιφέρεσαι μόνη σου στην πόλη; | Your folks let you wander around town by yourself? |
Ο Καπετάν Ρόν δεν ήθελε να περιφερόμαστε τριγύρω.Έτσι βρήκαμε αυτό και αυτούς τους ανθρώπους, και είχαμε ένα πάρτυ! | Captain Ron didn't want us wandering around. So we found this band and these people, and we just had a party! |
Προτιμούμε να μην περιφερόμαστε. | We prefer not to wander. |
Τα είχαμε χαμένα και περιφερόμαστε στο Πικαντίλι. | We're just like out of it, and wandering around down Piccadilly Circus. |
Δεν υπάρχει περίπτωση να περιφερόμαστε ενα τέτοιο βράδυ. | There's no way we can wander around on a night like this. |
Δε μπορούμε να περιφερόμαστε άσκοπα. | We can't just wander around. |
Μετά, οι γυναίκες μας θα αρχίσουν να περιφέρονται έξω αργά τη νύχτα... με ανέκφραστες ματιές, και με τις κοιλίες τους γεμάτες με οτιδήποτε. | Next, our women will start wandering out late at night... eyes all glassy, bellies filled with God knows what. |
Κατά τη γνώμη σου, γιατί οι άνθρωποι περιφέρονται ντυμένοι έτσι; | What would people think, you wandering over here dressed like that? |
" Για αυτούς που περιφέρονται" | "For those that wander |
Τζόρντι, αυτοί οι Χούτς αφήνουν άρρωστα πρόβατα να περιφέρονται ελεύθερα κοντά στο νερό. | Jordy, those Hoots are letting diseased sheep wander loose around the water. |
Πίστευε ότι πολλοί άλλοι κόσμοι περιφέρονται μέσα στο χώρο ότι οι κόσμοι γεννιούνται και πεθαίνουν ότι κάποιοι είναι πλούσιοι σε ζωντανά πλάσματα και άλλοι είναι ξηροί και άγονοι. | He believed that a large number of other worlds wander through space that worlds are born and die that some are rich and living creatures and others are dry and barren. |
Σε μάζεψα, όταν περιφερόσουν στους δρόμους μεθυσμένος. | I took you in when you were wandering around drunk. |
Μήπως δεν κατάλαβες, ότι περιφερόταν έξω απ' το βρομομάγαζό μας, όπως το λέει την ώρα που πυροβολούσες, αυτούς τους ανθρώπους; | Didn't you gather that Bozic was wandering around outside our dump, as he calls it at the time you were shooting up these people? - I shot nobody. |
Νομίζεις ότι αν περιφέρονταν στο ξενοδοχείο τέτοια ώρα, μπορεί να έχουν δωμάτιο εδώ, όχι; Θα είναι πολύ μακριά τώρα. | You'd think if they were wandering around the hotel at that hour, they might have a room here, no? |
Δε θα'πρεπε να περιφέρεσαι με τέτοια ζέστη. | Jesus! You shouldn't be wandering around in this heat. |