Είναι γιατί έπρεπε να ζυγίζω το ένα πράγμα έναντι του άλλου... και μου φάνηκε καλύτερο, το είσαι τρομοκρατημένη από... νεκρή. | It's just I had to weigh one thing against the other, and it seemed to me better you were terrified than...dead. |
Να παραμένω αμερόληπτος, να τα ζυγίζω χωρίς αποκλίσεις... αυτό είναι το καλό που προορίζομαι να κάνω; | To stay impartial, to weigh without bias... is this the good I am meant to do? |
Πρέπει να ζυγίζω το καλό των πολλών έναντι της ανάγκης του ατόμου, και να προσπαθώ να τα ισορροπήσω όσα πιο ρεαλιστικά γίνεται. | I have to weigh the good of the many against the needs of the individual and try to balance them as realistically as possible. |
'Ωστε ζυγίζεις έναν τόνο; | So you do weigh a ton? |
- Αν ζυγίζεις πάνω από 4 7... -...τη βάψαμε. | So if you weigh more than, uh, 105... we're in trouble. |
- Εξαρτάται πως τα ζυγίζεις. | Depends how you weigh it. |
- Και ζυγίζεις καθαρά 85 κιλά. | - And you weigh a solid 225. |
- Και πόσο ζυγίζεις τώρα; | - And how much do you weigh now? - Er, 19 stones and one pound. |
"Η Foxhound διαθέτει επίσης ένα V-σχήμα κύτους να εκτρέψει ορυχείο εκρήξεις 'και χάρη σε state-of-the-art πανοπλία του, ζυγίζει "Μόλις επτάμισι τόνων, 'που το καθιστά ένα featherweight γύρω από αυτά τα μέρη κάνει". | 'The Foxhound also has a V-shaped hull to deflect mine blasts 'and thanks to its state-of-the-art armour, it weighs 'just seven and a half tonnes, 'which makes it a featherweight around these parts.' |
"Τί ζυγίζει 6 ουγγιές, κάθεται σε ένα δέντρο και είναι επικίνδυνο;" | "What weighs 6 ounces, sits in a tree and is dangerous?" |
"Τίποτα δε ζυγίζει περισσότερο από ένα μυστικό." | "Nothing weighs more than a secret." |
'Αλλη μία αλήθεια είναι ότι ο αδερφός μου είναι στην φυλακή... η αδερφή μου παίρνει επίδομα βοήθειας λέγωντας ότι ένα απο τα παιδιά της είναι ζωντανό... ο πατέρας μου είναι πεθαμένος και η μητέρα μου ζυγίζει 140 κιλά. | Other truth is, my brother's in prison my sister cheats on welfare by pretending one of her kids is still alive my daddy's dead, and my mama weighs 312 pounds. |
'Εναν τόνο ζυγίζει αυτή. | God, this weighs a ton. |
Ήξερα πόσα έκανα. Θα ζυγίζουμε τα υλικά κάθε μέρα. | We would weigh the material every day. |
Ακόμα ζυγίζουμε τις επιλογές μας. | Well, we're still weighing our options. |
Αλλά πρέπει να ζυγίζουμε τα πράγματα ενάντια στην μεγάλη εικόνα. | But we must weigh things against the big picture. |
Εντάξει, μαζί ζυγίζουμε 150 κιλά. | Okay. Together, we weigh 300 pounds. |
Και... απλά για να ξέρετε, τώρα πλέον... ζυγίζουμε τα κουτιά πριν και μετά από κάθε τέτοια εξέταση. | And, um... just so you know, we now... weigh the boxes before and after each viewing. |
Αν ζυγίζετε πάνω από 1 40 κιλά, θεωρείστε ανάπηρος." | "If you weigh more than 300 pounds... you qualify as disabled. " |
Εκεί θα ζυγίζετε ένα μικρό ποσοστό του βάρους σας στη Γη. ΓΗ / ΣΕΛΗΝΗ | Once there, you'll weigh only a small percentage... of what you weigh on Earth. |
Εσύ και η καρέκλα σου ζυγίζετε 186 λίβρες. | You and that chair weigh 186 lbs. That's a lot of fuel. |
Και δεν πρέπει να ζυγίζετε περισσότερο από 80 κιλά. | And you must weigh not more than 175 pounds. |
Και εάν ζυγίζετε 68 κιλά στη Γη θα ζυγίζατε 62 στην Αφροδίτη. | And if you weigh 150 lbs on Earth, you'd weigh 136 on Venus. |
"Βίρα τις άγκυρες." "Πόσο ζυγίζουν;" | "Weigh the anchor." "How much did it weigh?" |
- Αυτά ζυγίζουν 100 κιλά. - Albert! | Man, this shirt feels like it weighs 100 pounds. |
- Δεν ζυγίζουν τίποτα ή ζυγίζουν και τα δύο το ίδιο; | They both weigh nothing. They both weigh nothing or they both weigh the same? |
- Δεν ζυγίζουν τίποτα. | Tell him they both weigh the same. |
- Δεν ζυγίζουν τις γυναίκες. | - I don't know what women weigh. |
- Πόσο ζύγιζε; Συγνώμη, αλλά δεν την ζύγισα. | I'm sorry, I never weighed her. |
- Το ζύγισα και τη δέχτηκα. | - I weighed it, and I took it. |
Όταν ήρθε η διάσωση, ζύγισα 47 κιλά. | When the rescue party showed up, I weighed 85 pounds. |
Όταν σε σήκωσα προηγουμένως, σε ζύγισα. | When I carried you to the film vault, I weighed you. |
Αλλά τα ζύγισα με τη δύναμη της καλής πράξης που φέρνει η εργασία. | But I weighed it against the power to do good that all employment brings. |
Μου λες ότι είμαι κλέφτης? Ο φίλος μου, λέει ότι δεν ζύγισες καλά το αλεύρι . | Maybe you weighed the flour wrong. |
Το ήξερες πως αν ζύγισες κάθε ζωντανό πλάσμα στον πλανήτη το ένα τέταρτο αυτής της μάζας θα ήταν μόνο μυρμήγκια; | Did you know that if you weighed every living thing on planet earth, a quarter of that biomass would be just ants? |
Αυτός ο τύπος πρέπει να έχει ζύγισε £ 500. | This guy must have weighed 500 pounds. |
Η Λόρελ βρήκε τον εργάτη που ζύγισε το κοντέινερ. Πέντρο Χορτούα. | Laurel got us a lead on the worker who weighed the shipping container. |
Η νοσοκόμα με ζύγισε με τα ρούχα μου. Ήταν λίγο αγενές. | The nurse weighed me with clothes on, so that was a rude thing to do. |
Θα πρέπει να ζύγισε καμιά 20αρια κιλά. | That thing must have weighed 40 pounds. |
Μάλλον ζύγισε αυτόν τον κίνδυνο με τον κίνδυνο να μη μπορεί να αναπνεύσει. | She probably weighed that danger against the danger of not breathing. |
Δε ζυγίσαμε τα συν και τα πλην. | We never weighed the pros and cons. |
Το μετρήσαμε και το ζυγίσαμε και πληροί τις προδιαγραφές. | We measured and weighed the bat and it is within League specifications. |
Αυτό λέει ότι ζυγίσατε τις επιλογές σας και πήρατε μια απόφαση. | Ah, this one tells me you've weighed your choices and made a decision. |
- Με ζύγισαν ξανά. | - They weighed me again. |
- Τι εννοείς, σε ζύγισαν; | - What do you mean, they weighed you? |
Αφαίρεσαν, ζύγισαν, και αντικατέστησαν κάθε όργανο στο σώμα της. | They removed, weighed, and replaced every organ in her body. Where is it? |
Με ζύγισαν πριν από τριάντα χιλιόμετρα. | I just got weighed 20 miles back. |
Αυτός είναι ο λόγος που ζύγιζα τις επιλογές μου. | Which is why I was weighing my options. |
Μια βδομάδα ζυγίζαμε μωρά κι ακόμα ένας γέρος στη γωνιά τέλειωνε τον κιμά του. | One week we were weighing babies and there was still an old man in the corner finishing off his mince. |
Αν θέλετε, να τα ζυγίστε! | If you want to weigh it. |
Αρχίζουμε φωτογραφίζοντας και ζυγίζοντας το πτώμα. | OK, well, let's start by photographing and weighing the body. |
Δεν σκέφτηκα ποτέ ότι θα έπρεπε να θέσω μια τιμή στην ανθρώπινη ζωή, ζυγίζοντας τη μία έναντι της άλλης. | I never thought I'd have to put a value on human life. weighing one against another. |
Και σε αυτήν την γωνία, ζυγίζοντας 185 λίβρες, η Πολεμική Μηχανή! | And In this corner, weighing In at 185 pounds, the War Machine! |
Μέλη των ενόρκων, ζυγίζοντας τη κατάθεση του Κου ΜακΒέι, μπορείτε να λάβετε υπόψη κάθε πιθανή προκατάληψη για την αξιολόγηση του βάρους που θέλετε να δώσετε σε όσα είχε να πει. | Members of the jury, in weighing Mr. McVeigh's testimony, you may consider any potential bias in assessing the weight you want to give to what he had to say. |
Οι νοσοκόμες ξεσκίζονται στη δουλειά ζυγίζοντας ανθρώπους και μετρώντας το ύψος τους. | You know, those nurses are busting their asses, weighing people and seeing how tall they are. |
-'Επρεπε να τον είχες ζυγίσει. -Συγνώμη. | - I told you you should have weighed him. |
Έχω ζυγίσει τα αποδεικτικά στοιχειά πολύ προσεκτικά. | I have weighed the evidence carefully. |
Έχω ζυγίσει τους πιθανούς κινδύνους, και είμαι πεπεισμένος ότι κάνουμε το σωστό. | I have weighed the possible risks, and I am convinced we are doing the right thing. |
Δεν το έχουν ζυγίσει ακόμα, αλλά οι εκτελωνιστές είναι ήδη εκεί. | The container hasn't even been weighed yet, but customs agents are already arriving at the yard. |
Είχα σκεφτεί, είχα ζυγίσει τα θετικά και τα αρνητικά... είχα κάνει κατάλογο, τα βαθμολογούσα... πρόσθετα τους βαθμούς... | I thought about it, weighed it all up... I drew up lists for and against, with points that I added up. |