Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Διογκώνω (exonerate) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
διογκώνω
διογκώνεις
διογκώνει
διογκώνουμε
διογκώνετε
διογκώνουνε
Future tense
θα διογκώσω
θα διογκώσεις
θα διογκώσει
θα διογκώσουμε
θα διογκώσετε
θα διογκώσουνε
Aorist past tense
διόγκωσα
διόγκωσες
διόγκωσε
διογκώσαμε
διογκώσατε
διόγκωσαν
Past cont. tense
διόγκωνα
διόγκωνες
διόγκωνε
διογκώναμε
διογκώνατε
διόγκωναν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
διόγκωνε
διογκώνετε
Perfective imperative mood
διόγκωσε
διογκώστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

διορθώνω
correct
εξογκώνω
appease

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'exonerate':

None found.