- Μου ζήτησε να τη διορθώνω! | - She asked me to correct her. |
Έχω βαρεθεί να διορθώνω τα λάθη σας. | I'm tired of having to correct you guys' mistakes. |
Γιατί πρέπει πάντα να τους διορθώνω όλους; | Why do I always have to correct people? |
Δεν καταφέρνω συχνά να διορθώνω μιαν άλλη ιδιοφυία. | It's not often I get to correct another genius. |
Δεν μ' αρέσει να σε διορθώνω, αφεντικό. Η εσχάτη των ποινών στην πολιτεία της Φλόριντα είναι η θανατηφόρος ένεση. | Hate to correct you, boss, capital punishment in the state of Florida is lethal injection. |
- 'ρα συνεχίζεις να διορθώνεις. | - So you keep on correcting. |
- Κακώς. - Το μισώ όταν με διορθώνεις. | I hate it when you correct me. |
- Με διορθώνεις κιόλας τώρα; | - You're correcting me now? |
- Μου αρέσει όταν με διορθώνεις, μωρό μου. | - Oh, I love when you correct me, baby. |
- Μπαρτ. Μην τον διορθώνεις, Μπρατ! | Don't correct the man, Brat. |
Άρα σε διορθώνει; | So he corrects you? |
Όποτε διορθώνει κάποιο λάθος, χτυπάει πιο δυνατά. | Whenever he corrects his mistake, he taps heavier |
Όταν με διορθώνει, και κρούει μια νότα ή μια χορδή, η φωνή του είναι μέσα στη μουσική... ψιθυρίζοντας... Με καταδιώκει ... | When he corrects me, and strikes a note, or a chord, his voice is in the music... whispering... that he pursues me as a lover. |
Α, ο φίλος μου ο Joe με διορθώνει. | Oh, my friend Joe corrects me. |
Αυτό ήταν! Κανείς δεν διορθώνει τη γαλλική προφορά μου! | Nobody corrects my French pronunciation...! |
Mαζευόμαστε, αλληλοσυμπλη- ρωνόμαστε και συζητάμε. Δε διορθώνουμε, όμως. | We gather together, and we add things, and we contribute and discuss, but we don't correct. |
Όχι, χρησιμοποιούμε οπτική αναγνώριση χαρακτήρων, την οποία διορθώνουμε με το χέρι. | Oh, no, we use optical character recognition, which... which we correct by hand. |
Αρχίσαμε να διορθώνουμε την δική της συμπεριφορά λες κι έκανε κάτι κακό. | We start correcting her behavior Like she's doing something wrong. |
Αφού ξεκινήσαμε να διορθώνουμε σημασιολογικές γκάφες, οι αντίκες είναι αυτά που παίρνεις όταν στρίψεις στην εθνική οδό στο Μίσιγκαν. | Uh, while we're correcting semantic gaffes... antiques are what you get when you pull off the highway in Michigan. |
Βρίσκουμε τι δεν πήγε καλά και το διορθώνουμε. | We figure out what went wrong and correct it. |
- Σας ευχαριστώ που με διορθώνετε. | - Thank you for the correction. |
Δεν θέλω να με διορθώνετε διαρκώς. | I don't wish your correcting me incessantly. |
Κιμ και Τζέσικα, τηλεφώνησε ο δασκάλα σας και ζήτησε.. να μην τη διορθώνετε μπροστά στη τάξη. | Kim and Jessica, your teacher called and has made a request... that you do not correct her in front of the class. |
Να με διορθώνετε όταν κάνω λάθη. | Please correct me if I speak incorrectly. |
- Ήταν ένα σφάλμα και το διόρθωσα. | - But it was a mistake and I corrected it. |
- Το διόρθωσα! | - I corrected it! |
- Το διόρθωσα. | I had that corrected! |
Ευχαριστώ που μου έδωσες την τέλεια ζωή σου. Και τώρα που διόρθωσα τη χειρότερή σου απόφαση... το ότι ερωτεύτηκες τον Ντέιμον Σαλβατόρε... | Thanks for giving me your perfect life, and now that I've corrected the single worst decision you ever made--falling in love with Damon Salvatore-- |
Έτσι διόρθωσα την διαδρομή, και είμαστε όλοι καλά τώρα. | So I just corrected the course, and we're all right now. |
Γιατί ο δάσκαλος λέει ότι διόρθωσες τα λόγια σου; | Why does teacher Djin say that you corrected yourself? |
Δεν το διόρθωσες όμως. | - That you could have easily corrected. |
Με διόρθωσες για το πόσες σφαίρες έριξαν ο Χέκτορ και ο Χόρχε και κανείς δεν με διορθώνει στα μαθηματικά. | You corrected me on the amount of the bullets fired by Hector and Jorge, and no one corrects me when it comes to math, but you were right. |
Με διόρθωσες και με αηδίασες. | I stand corrected. And disgusted. |
Ορίστε, με διόρθωσες. | There you go. You corrected me. |
Έξι μήνες μετά διόρθωσε το λάθος παίρνοντας μια χούφτα υπνωτικά χάπια. | Six months later, she corrected the mistake -- Took a fistful of sleeping pills. |
Όχι, τώρα διόρθωσε την πορεία της. | No, now she course-corrected. |
Αυτός με διόρθωσε. | He corrected me. |
Είναι εσύ, αφού ο υπολογιστής διόρθωσε όλες τις ατέλειές σου. | - He's like you, uh, after a computer has- has corrected all your deficiencies. |
Η Ηβ Χάρινγκτον εδώ μόλις με διόρθωσε μπροστά στο Πρόεδρο. | Eve Harrington here just corrected me in front of the president. |
Ήταν ένα μικρό λάθος... που διορθώσαμε. | It was a minor slip-up... which we corrected. |
Είχε ανεπάρκεια Β12 και τη διορθώσαμε, έκτοπη κύηση και αφαιρέσαμε το έμβρυο. | She had a vitamin deficiency, and we corrected it, an ectopic pregnancy, we removed it. |
Πριν, ήσουν σ' ένα εργαστήριο όπου επιταχύναμε την ανάπτυξή σου, διορθώσαμε γενετικές ανωμαλίες, σου δώσαμε σοφία και αναμνήσεις... | Before then, you were in a laboratory where we accelerated growth, corrected any genetic anomalies, gave you the wisdom and memories... |
- Ορθώς με διορθώσατε. | - I stand corrected. |
Αφού με διορθώσατε, σας άκουγα πολύ προσεκτικά, πιστέψτε με. | After you corrected me, I was listening very carefully. Believe me. |
Είστε σίγουρος ότι διορθώσατε το πρόβλημα, δρ. Σινκλέρ ; Απολύτως, Κε. | Are you sure you've corrected the problem, Dr. Sinclair? |
Καλά κάνατε και με διορθώσατε. | In which case, I stand corrected. |
- Έτσι τον είπα, αλλά με διόρθωσαν. | That's what I called him, but I was corrected. |
Οι νέοι βιο-εκτυπωτές διόρθωσαν την ατέλεια, στους παλιούς είναι σύνηθες. | I mean, th-the new bio-printers have corrected that flaw, but it's quite common in the old ones. |
- Καλά τα πήγατε. - Ευχαριστώ. Νεαρή μου, διορθώστε με, αλλά άκουσα... ότι σκέφτεστε να φοιτήσετε στο Χάρβαρντ. | Young miss, do correct me, but I heard tell that you are considering attending Harvard University. |
- Κατόπιν μην με διορθώστε. | - Then don't correct me. |
-Καπετάνιε, διορθώστε πορεία και ταχύτητα. | - Captain, correctyour course and speed. |
Έχω μια αμυδρή ανάμνηση, και διορθώστε με αν κάνω λάθος, πως ακύρωσα την παραγγελία. | I have a vague recollection, correct me if I'm wrong, - of canceling my order. - ( Girls clamoring ) |
Όμως πριν από αυτό, διορθώστε με αν κάνω λάθος... | But before we do, correct me if I'm wrong... |
Ήμουν σιωπηλός διορθώνοντας εσάς όλοι νύχτα. | I've been silently correcting you all night. |
Γιατί θέλεις να χάνεις την ώρα σου διορθώνοντας τις ανοησίες των άλλων μαθητών; | Why do you want to waste your time correcting the drivel of other students? |
Εννοεί ότι ήταν στα κοντρόλ διορθώνοντας τα λάθη του Μπλέιζ. | He means he's been on the controls correcting Blaze's mistakes. |
Θα πάρω πορεία 65 μοιρών από τη Ν.Υόρκη, διορθώνοντας την πορεία ανά 100 μίλια. | - Dead reckoning. I take up a compass heading of 65 degrees out of New York, keep correcting the heading every 100 miles. |
Κάθε βράδυ καθόμουν δίπλα στον Αυτοκράτορα της Αυστρίας... και έπαιζα ντουέτα μαζί του... διορθώνοντας την μουσική του ανάγνωση. | Every night l sat with the emperor of Austria... ...playingduetswithhim... ... correctingtheroyalsight-reading. |
- Το έχουμε ήδη διορθώσει. | - We already corrected it. |
Έπρεπε να την είχα διορθώσει. | I should have corrected her. |
Έχω διορθώσει μόvο κάποια ελαττώματα. | I just corrected its design flaws. |
Θα το είχα διορθώσει. | l would have corrected it. |
Και μάλλον θα πρέπει να το διορθώσει. | And l believe he stands corrected. - Shane. |