Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Εξογκώνω (appease) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
εξογκώνω
εξογκώνεις
εξογκώνει
εξογκώνουμε
εξογκώνετε
εξογκώνουνε
Future tense
θα εξογκώσω
θα εξογκώσεις
θα εξογκώσει
θα εξογκώσουμε
θα εξογκώσετε
θα εξογκώσουνε
Aorist past tense
εξόγκωσα
εξόγκωσες
εξόγκωσε
εξογκώσαμε
εξογκώσατε
εξόγκωσαν
Past cont. tense
εξόγκωνα
εξόγκωνες
εξόγκωνε
εξογκώναμε
εξογκώνατε
εξόγκωναν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
εξόγκωνε
εξογκώνετε
Perfective imperative mood
εξόγκωσε
εξογκώστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

διογκώνω
exonerate
εξοντώνω
confess

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'appease':

None found.