Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Διατείνω (dilate) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
διατείνω
διατείνεις
διατείνει
διατείνουμε
διατείνετε
διατείνουν
Future tense
θα διατείνω
θα διατείνεις
θα διατείνει
θα διατείνουμε
θα διατείνετε
θα διατείνουν
Aorist past tense
διέτεινα
διέτεινες
διέτεινε
διατείναμε
διατείνατε
διέτειναν
Past cont. tense
διέτεινα
διέτεινες
διέτεινε
διατείναμε
διατείνατε
διέτειναν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
διάτεινε
διατείνετε
Perfective imperative mood
διέτεινε
διατείνετε

More Greek verbs

Other Greek verbs with the meaning similar to 'dilate':

None found.