Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Διασφαλίζω (dissipate) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
διασφαλίζω
διασφαλίζεις
διασφαλίζει
διασφαλίζουμε
διασφαλίζετε
διασφαλίζουν
Future tense
θα διασφαλίσω
θα διασφαλίσεις
θα διασφαλίσει
θα διασφαλίσουμε
θα διασφαλίσετε
θα διασφαλίσουν
Aorist past tense
διασφάλισα
διασφάλισες
διασφάλισε
διασφαλίσαμε
διασφαλίσατε
διασφάλισαν
Past cont. tense
διασφάλιζα
διασφάλιζες
διασφάλιζε
διασφαλίζαμε
διασφαλίζατε
διασφάλιζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
διασφάλιζε
διασφαλίζετε
Perfective imperative mood
διασφάλισε
διασφαλίστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

διασκελίζω
straddle
εξασφαλίζω
ensure

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'dissipate':

None found.