Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Διασκελίζω (straddle) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
διασκελίζω
διασκελίζεις
διασκελίζει
διασκελίζουμε
διασκελίζετε
διασκελίζουν
Future tense
θα διασκελίσω
θα διασκελίσεις
θα διασκελίσει
θα διασκελίσουμε
θα διασκελίσετε
θα διασκελίσουν
Aorist past tense
διασκέλισα
διασκέλισες
διασκέλισε
διασκελίσαμε
διασκελίσατε
διασκέλισαν
Past cont. tense
διασκέλιζα
διασκέλιζες
διασκέλιζε
διασκελίζαμε
διασκελίζατε
διασκέλιζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
διασκέλιζε
διασκελίζετε
Perfective imperative mood
διασκέλισε
διασκελίστε

More Greek verbs

Other Greek verbs with the meaning similar to 'straddle':

None found.