Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Διαμερίζω (dismember) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
διαμερίζω
διαμερίζεις
διαμερίζει
διαμερίζουμε
διαμερίζετε
διαμερίζουν
Future tense
θα διαμερίσω
θα διαμερίσεις
θα διαμερίσει
θα διαμερίσουμε
θα διαμερίσετε
θα διαμερίσουν
Aorist past tense
διαμέρισα
διαμέρισες
διαμέρισε
διαμερίσαμε
διαμερίσατε
διαμέρισαν
Past cont. tense
διαμέριζα
διαμέριζες
διαμέριζε
διαμερίζαμε
διαμερίζατε
διαμέριζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
διαμέριζε
διαμερίζετε
Perfective imperative mood
διαμέρισε
διαμερίστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

αναμερίζω
consider
διαμελίζω
dismember
διαχωρίζω
separate

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'dismember':

None found.