Μόλις κάποιος σου πει "όχι", αρχίζεις να διαμελίζεις γυναίκες. | As soon as someone says "no" to you, you start dismembering women. |
Ναι, είσαι ο υπέρτατος πειρατής-ήρωας που πηδάς με το σκοινί σου και διαμελίζεις τον Νόλαν Κέναρντ. | Yes, you're quite a pirate hero, Swinging in and dismembering nolan kennard. |
Άρα ο δράστης σκοτώνει τον Μπέρν, τον διαμελίζει στην αποθήκη, καθαρίζει, έπειτα πετάει τα μέλη σε μέρη που θα τα έβρισκαν. | So our perp kills Byrne, dismembers him in the stockroom, cleans up the mess, then dumps the body parts in places where they'll be found. |
Άρα ψάχνουμε κάποιον που δηλητηριάζει σαν γυναίκα και διαμελίζει σαν άντρας. | So we're looking for someone who poisons like a woman and dismembers like a man. |
Όχ, ο χάκερ δεν είναι κάποιος μανιακός δολοφόνος που διαμελίζει τα θύματά του. | No, a hacker's not someone that kills their victim, dismembers them, and cuts them into small pieces. |
Και κάθε φορά τη διαμελίζει και την παραμορφώνει με τον ίδιο τρόπο. | And each time she dismembers and disfigures it in exactly the same way. |
Ο δολοφόνος σκοτώνει το θύμα στο ίδιο του το κρεβάτι, τον διαμελίζει στην μπανιέρα, καθαρίζει, τον πακετάρει στο γκαράζ και έπειτα απλά αφήνει τις κούτες στο πεζοδρόμιο του γείτονα για να τα παραλάβει η Εταιρία Μεταχειρισμένων. | The killer kills the vic in his own bed, dismembers him in the tub, cleans up, boxes him up in the garage and then just puts the boxes on the neighbor's curb for the thrift store to pick up. |
Η διαφορά είναι ότι μπορεί να το σκεφτόμαστε... αλλά δεν διαμελίζουμε στ' αλήθεια τους συζύγους μας. | Look, the difference is, we may think about it, but we don't actually dismember our spouses. - No. - Good to know. |
Κάνει το ίδιο και στο κρεβάτι ή όταν διαμελίζουμε μια κατσίκα. Σωστά. | Oh, she's the same in bed or when dismembering a goat. |
Απλά τις διαμελίζετε. | You merely dismember them. |
Αλλά οι γυναίκες δεν διαμελίζουν. | But women don't dismember. |
Αφού τον σκότωσες, διαμέλισες το πτώμα του... | After you killed him, you dismembered his body |
Τον διαμέλισες για να ξεφορτωθείς ευκολότερα το πτώμα. | You dismembered him to make it easier to dispose of the body. |
'ρα θα πρέπει να διαμέλισε τον κορμό τελευταίο. | So he must have dismembered the too last. |
Έτσι, ο δολοφόνος σκότωσε το θύμα σε ένα εργοστάσιο τσιμέντου, διαμέλισε το σώμα στη θάλασσα και το πέταξε στην όχθη του ποταμού. | So, the killer murdered the victim at a cement factory, dismembered the body by the sea and dumped it near the river bank. |
Όποιος σκότωσε τη Φρέντι σκότωσε τον Ράνταλ Τιερ, τον ακρωτηρίασε, τον διαμέλισε, και τον εξέθεσε. | Whoever killed Freddie killed Randall Tier, mutilated him, dismembered him, and put him on display. |
Δολοφόνησε και διαμέλισε 5 άτομα μεταξύ '06 και '07 και καταδικάστηκε σε ισόβια. | He murdered and dismembered five people between '06 and '07 and was sentenced to life. |
Είχε εργαστήριο ναρκωτικών στο Ουάσινγκτον Χέιτς, μετά την παγίδευσαν, δολοφόνησε και διαμέλισε έναν δικό της που πίστευε ότι την έκλεβε. | She used to run a smack lab in Washington Heights, then she got hooked, murdered and dismembered a runner on her crew that she thought was ripping her off. |
"Απλά τον διαμελίσαμε"; | We just dismembered him? |
Κλέψατε αυτή την κούκλα, της ξεριζώσατε τα μαλλιά, της βγάλατε τα μάτια... και την διαμελίσατε με πρωτοφανή αγριότητα. | You stole this doll and tore out its hair poked out its eyes and dismembered it with alarming ferocity |
Ο Δεκανέας Κόλινς ήταν αναίσθητος όταν τον διαμέλισαν. | Corporal Collins was unconscious when he was dismembered. |
Οι δράστες κατά την αστυνομία ήταν κάποιοι πικραμένοι μαθητές που νάρκωσαν, απήγαγαν και διαμέλισαν τους συμμαθητές τους χωρίς λόγο. | Police have identified the killers as disgruntled students who kidnapped, drugged and dismembered fellow students without cause. |
Την διαμέλισαν. | She was dismembered. |
Το διαμέλισαν και τάισαν τη λευκή βασίλισσα. | It was dismembered and fed to the white queen. |
- Ακριβώς αυτό συμβαίνει.. Πριν ο τρελός με τη μάσκα του χόκεϊ μας διαμελίσει σε κομμάτια.. | - Exactly that happens, before the madman with the hockey mask dismembered us. |
Έχω πάρει ανθρώπους, τους έχω διαμελίσει! | I've taken people, I've dismembered them! |
Η Πρωσία, ή Αυστρία και η Ρωσία την έχουν διαμελίσει. | Prussia, Austria and Russia have dismembered it. |