Ξέρω ότι έχει περάσει πολλά, και δεν το αρνούμαι. | I know he's going through a lot, and I'm not trying to deny that. |
Αυτά τα συναισθήματα σε κάνουν άνθρωπο όσο και να το αρνείσαι. | Those feelings are what make you human. No matter how much you deny it. |
Σε πόνεσε εκείνο, μην το αρνείσαι. | I had you pinned with that chicken wing. Don't deny it. |
Σταμάτα να το αρνείσαι. | Stop denying it |
Εσύ, μην το αρνείσαι. | Don't deny it. |
Γιατί το αρνείσαι αυτό; | Why deny that? |
Με το τι αρνούμαστε και με το τι αποκλειoυμε. | By what we deny ourselves... what we resist... and who we exclude. |
Της το αρνούμαστε. | We deny her. |
Δεν αρνούμαστε τίποτα. | We're not denying anything. |
Δεν χρειάζεται να το αρνούμαστε, το περιμένω από αυτόν. | No need to deny it. I expect it of him. |
Δεν το αρνούμαστε. Όμως, όλα όσα απολαμβάνουμε ανεβάζουν την ντοπαμίνη. | We don't deny that, but the fact is, anything you enjoy doing raises your dopamine levels. |
Μου αρνούνται την ευπρέπεια του νόμου. | Dignify? They deny me the decency of law. |
Οι γέροι το αρνούνται με το ψυχομαχητό τους όπως και τα αγέννητα στις μήτρες. | Old men deny it with their death rattle and unborn children deny it in their mother's wombs. |
"Οι χειριστές απαιτήσεων κατευθύνονται να αρνούνται όλες τις απαιτήσεις "μέσα σε 3 ημέρες από την παραλαβή της απαίτησης. Χωρίς εξαιρέσεις." | "Claim handlers are directed to deny all claims within three days." |
Το αρνούνται. | They deny it. |
Κύριε, οι Σοβιετικοί αρνούνται ότι αυξάνουν την ανάπτυξη των υποβρυχίων τους. | Sir, the Soviets deny any increase in their submarine deployment. |
Και άν κάνει κάτι θα αρνηθώ πως ήξερα οτιδήποτε ή ότι έιχα κάποια ανάμιξη σ'αυτό το φτηνό, τελευταίο,ύπουλο, μπαγαπόντικο σχέδιο | And if it comes to that, I will deny any complicity with, or knowledge of, that sort of cheap, low, sneaky, underhanded maneuver. |
Αν μαθευτεί ποτέ, θα αρνηθώ κι αν ποτέ κάποιος με ρωτήσει για το Ντιφάιανς | If this ever comes up, I will deny, deny, deny, and if anyone ever asks me about defiance... |
Τοντ, επανέλαβε ότι θα σου πω τώρα ...και θα αρνηθώ κάθε λέξη. | Todd, you repeat what I tell you now, and I will deny every word of it. |
Αν ακουστεί κάτι, θα αρνηθούμε ότι αυτή τη συνομιλία πραγματοποιήθηκε ποτέ. | If it comes out, we will deny this conversation ever took place. Of course. |
Έλα τώρα, ποιος πράκτορας ξέρει στα αλήθεια την σημασία... του "θα αρνηθούμε κάθε γνώση"; | Come on, what operative truly understands the meaning of "We will deny all knowledge"? |
Λέτε ότι θα αρνηθούν τον δεσμό. | You're saying they will deny the affair. |
Αν μας πιάσουν να σκοτώνουμε τους "φορείς", οι αρχές θα αρνηθούν την ύπαρξή μας. | If we ever get caught killing those possessed, the authorities will deny our existence |
Δεν είμαι σίγουρος ότι θα αρνηθούν αυτή την ιστορία. | I'm not sure they will deny that story. |
Ύψιστη βαθμίδα ασφάλειας κι όλα τα αρχεία έχουν καταστραφεί έκτοτε... κι όσοι το γνώριζαν... θα αρνηθούν κάθε γνώση της ύπαρξής του. | Highest level of classification, all records have since been destroyed, and those who knew of it will deny knowledge of its existence. |
Νομίζω ότι οι περισσότερες μπάντες θα αρνηθούν ότι είναι ότι είναι σε συνεννόηση με τον Σατανά. | I think most bands will deny that they're that they're in league with Satan. |
-Τα αρνήθηκα όλα. | I deny it all. |
αρνήθηκες στoυς κτηνώδεις εχθρoύς μας. | which You in Your infinite mercy have thought fit to deny to our brutish enemies! |
Γιατί αρνήθηκες το ταλέντο μου; | Why did you deny my talent? |
Μου αρνήθηκες το μπαρούτι, νόμισα πως το έκανε η Αικατερίνη Σφόρτσα. | You deny me powder? You would make me think it was Catherina? |
Αλλά σ' ευχαριστώ που δεν αρνήθηκες πως υπάρχουν. | And thanks for not denying its existence. |
Επισήμως, αρνήθηκε ότι υπήρχε κατάσκοπος. | She went on record denying that there was a spy. |
Μόλις απλά μου αρνήθηκε; | Did he just deny me? |
- Το αρνήθηκε; - Όχι. | - Did he deny it? |
Ποτέ δεν αρνήθηκε ότι το έκανε. | Never once did he deny he hadn't done it. |
Πρέπει να το ξεπεράσουμε. Άκουσέ με τώρα, αρνήσου το όσο θέλεις. | Now, listen to me, deny it all you want. |
Αν απ' το σχολείο του πουν κάτι, εσύ αρνήσου το. | If the school tells him, deny it. |
Απλώς αρνήσου το. | Hell, just deny it. |
Αρνήσου, αρνήσου, αρνήσου, σωστά; | Deny, deny, deny, right? |
Τότε άλλαξε θέμα κι αρνήσου τα πάντα. | Then change the subject and deny everything. |