ή γιατί ο Στιλίνσκι αρκείται με το να ακούσει αυτές τις μπούρδες. | Or why Stilinski is content to listen to this crap. |
Όμως, Σοφί, πολλοί άνθρωποι αρκούνται στις σκιές. | But a lot of people are content with false shadows. |
Ναι, αυτό πρέπει να πόνεσε. Όλα αυτά για ένα ερωτηματικό. Είναι πολύ αποκαλυπτικό μέχρι πού μπορεί να φτάσουν κάποιοι για να μπουν στο προσκήνιο, ενώ άλλοι αρκούνται στο να ζουν ήσυχα... | It's very revealing the lengths that some men will go to thrust themselves into the limelight, while others are content to live quietly ... |
"Για να βελτιωθείς, αρκέσου να σε θεωρούν χαζό και ηλίθιο." | He said, "If you want to improve, be content to be thought foolish and stupid." |
Σας παρακαλώ να αρκεστείτε, στην ανακλώμενη εικόνα. | I entreat you, please be content with the reflected image. |