Το αρνιέσαι; | Will you deny it? |
Μην το αρνιέσαι. | Don't deny it. |
Αρνούμενη τη ποικιλότητα... αρνιέσαι την ίδια σου τη φύση. | By denying its multiplicity... you deny your own true nature. |
Πρώτα το αρνιέσαι,και μετά περνάς στο θυμό. | First you deny, then you go into anger. |
-Μην το αρνιέσαι! | You cannot deny hearing it. |
Δεν αρνιόμαστε, όμως, στην οικο- γένειά του να τον αναζητήσει. | If we did that, we would not have the Odyssey. And should we deny his relatives who remained in Ithaca the right to look for him? |
Ας μην αρνιόμαστε ότι υπάρχει μια φλόγα ανάμεσά μας. | There's no denying that there's a heat between us. |
Την παρατείνουμε, την αρνιόμαστε. | We prolong it,we deny it. |
Δεν μπορούμε να το αρνιόμαστε πια. | We can't deny this anymore. |
Αυτό συμβαίνει τώρα. Αυτή τη στιγμή. Έξω από αυτό το κτίριο, κάτω, σε αυτούς τους δρόμους και εμείς δεν υπηρετούμε το κοινό με το να το αρνιόμαστε. | No, this is happening now, right now, outside this building, down on those streets, in this world and we are doing a disservice to the public to deny it! |
Εκπροσωπούν την καταστροφή σου και όλων όσων αρνιούνται την ύπαρξή τους. | They spell the downfall of you and all who deny their existence. |
Και οι δικηγόροι αρνιούνται | And the lawyers are denying |
Οι γυναίκες έχουν το απίστευτο χάρισμα να είναι σε θέση να αρνιούνται την οποιαδήποτε πραγματικότητα. | Women have the incredible gift of being able to deny any reality. |
Λοιπόν βλέπεις, η άμυνα της μαφίας είναι, ολόκληρη η άμυνά τους είναι ότι απλά να αρνιούνται ότι υπάρχουν. | - Well you see, the Mafia's defense, their entire defense is that they just deny that they exist. |
Και άν κάνει κάτι θα αρνηθώ πως ήξερα οτιδήποτε ή ότι έιχα κάποια ανάμιξη σ'αυτό το φτηνό, τελευταίο,ύπουλο, μπαγαπόντικο σχέδιο | And if it comes to that, I will deny any complicity with, or knowledge of, that sort of cheap, low, sneaky, underhanded maneuver. |
Αλλά θα αρνηθεί ότι είναι ο Τζόνι Ρίνγκο. | But he will deny he is Johnny Ringo. |
Αν ακουστεί κάτι, θα αρνηθούμε ότι αυτή τη συνομιλία πραγματοποιήθηκε ποτέ. | If it comes out, we will deny this conversation ever took place. Of course. |
Έλα τώρα, ποιος πράκτορας ξέρει στα αλήθεια την σημασία... του "θα αρνηθούμε κάθε γνώση"; | Come on, what operative truly understands the meaning of "We will deny all knowledge"? |
Ύψιστη βαθμίδα ασφάλειας κι όλα τα αρχεία έχουν καταστραφεί έκτοτε... κι όσοι το γνώριζαν... θα αρνηθούν κάθε γνώση της ύπαρξής του. | Highest level of classification, all records have since been destroyed, and those who knew of it will deny knowledge of its existence. |
Αν μας πιάσουν να σκοτώνουμε τους "φορείς", οι αρχές θα αρνηθούν την ύπαρξή μας. | If we ever get caught killing those possessed, the authorities will deny our existence |
Νομίζω ότι οι περισσότερες μπάντες θα αρνηθούν ότι είναι ότι είναι σε συνεννόηση με τον Σατανά. | I think most bands will deny that they're that they're in league with Satan. |
Δεν είμαι σίγουρος ότι θα αρνηθούν αυτή την ιστορία. | I'm not sure they will deny that story. |
Λέτε ότι θα αρνηθούν τον δεσμό. | You're saying they will deny the affair. |
- Γιατί; - Επειδή δεν αρνήθηκα ότι είπε ο Βλάντος; | - Because l didn't deny what Vlados said? |
Δεν το αρνήθηκε, έτσι; | He didn't deny it, did he? |
Δράσε άμεσα, απέφυγε την κρίση, αρνήσου τα πάντα, κινήσου γρήγορα. | Act quickly, meet crisis, deny everything, stand fast. |
Αν απ' το σχολείο του πουν κάτι, εσύ αρνήσου το. | If the school tells him, deny it. |
- Απόλαυσέ το και μετά αρνήσου το. | - Enjoy it, then deny it. |
Ομολόγησε, αρνήσου, δείξε μου ένα κρυφό βίντεο, μια φωτογραφία, οτιδήποτε. | Confess, deny, show me a secret video, a Polaroid, anything. |
Επαλήθευσε ή αρνήσου. | Confirm or deny. |