Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Αρμυρίζω (sail) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
αρμυρίζω
αρμυρίζεις
αρμυρίζει
αρμυρίζουμε
αρμυρίζετε
αρμυρίζουν
Future tense
θα αρμυρίσω
θα αρμυρίσεις
θα αρμυρίσει
θα αρμυρίσουμε
θα αρμυρίσετε
θα αρμυρίσουν
Aorist past tense
αρμύρισα
αρμύρισες
αρμύρισε
αρμυρίσαμε
αρμυρίσατε
αρμύρισαν
Past cont. tense
αρμύριζα
αρμύριζες
αρμύριζε
αρμυρίζαμε
αρμυρίζατε
αρμύριζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
αρμύριζε
αρμυρίζετε
Perfective imperative mood
αρμύρισε
αρμυρίστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

αλμυρίζω
correspond
αρμενίζω
sail

Similar but longer

ξαρμυρίζω
resume

Other Greek verbs with the meaning similar to 'sail':

None found.