- Λατρεύω να αρμενίζω. | - I love to sail. |
Ετοιμάζεις καμιά έξυπνη συζήτηση πως θα αρμενίζεις μαζί μου; | And you primed them full of the salty talk... on how they were gonna sail with me, too? |
Σου αρέσει να αρμενίζεις; | Do you like to sail? |
Το ξέρεις ότι άμα αρμενίζεις για πολύ καιρό, πρέπει να τα πηγαίνεις καλά με όλους. | You know, when you sail for a long time, you've got to get on with all the blokes. |
- Και χρυσά αρμενίζουμε. | - And gold sail. Good lads. |
- Ψαρεύουμε ή αρμενίζουμε - Ναι! - Στη θάλασσα... | # We go fishing or go sailing in the sea # |
Και εκμεταλλεύεται πού αρμενίζουμε. | - Taking good advantage, I am sure, of where we sail. - How we sail. |
Έχω αρκετές πυρηνικές κεφαλές για να βράσω τα νερά στα οποία αρμενίζετε οικτρώς. | I possess enough nuclear warheads to boil the seas in which you pathetically sail. |
"Γερανοί σαν τα πλοία, αρμενίζουν στον ουρανό." | "Cranes like ships sailing in the sky." |
"Γερανοί σαν τα πλοία, αρμενίζουν στον ουρανό. | "Cranes like ships, sailing in the sky |
Γερανοί σαν τα πλοία, αρμενίζουν στον ουρανό. | Cranes like ships sailing in the sky |
Είπε, "το 1982, ο Κολόμβος αρμένισε το γαλάζιο των Ωκεανών". | He said, "In 1982, Columbus sailed the ocean blue." |
Εγώ ήμουν ο τρόμος της Καραϊβικής... ο πιο μισητός άντρας που αρμένισε ποτέ με πλοίο. | It was I who was the terror of the Caribbean. The most feared and hated man who ever sailed a ship. |
Εκείνο το παιδί είπε, "το 1982 ο Κολόμ- βος αρμένισε το γαλάζιο των Ωκεανών". | Hey, that kid said, "in 1982, Columbus sailed the ocean blue"" |
Και όταν μπαρκάρεις ξανά αυτό θα είναι το τελευταίο πλοίο... Και θα λες για μένα ότι ήμουν ο καλύτερος μάγειρας που αρμένισε ποτέ. | And when you sail again, this'll be the last ship, and you'll be yapping about me being the greatest cook that ever sailed. |
Στοίχημα ότι είναι σε ένα γιοτ, αρμενίζοντας στον ωκεανό. | I bet he's on a yacht, sailing the ocean. |
Έχω αρμενίσει εγώ και τις πέντε θάλασσες.. | I've sailed all the five seas: |