- Βλέπω πως ακόμα ανυψώνεις πράγματα! | I see you're still forklifting. |
Έν.) Ο Watanabe επιτίθεται και ανυψώνει τον αντίπαλό του στον αέρα. | Watanabe makes his move and lifts his opponent in the air. |
Αυτός ενώνει, ανυψώνει και εμπνέει. | He unites, uplifts and inspires. |
Δε ξέρω από που έρχεται ή τι το προκαλεί, αλλά είναι ένα από τα μυστήρια της ζωής, που μας ανυψώνει όλους, πέρα από τη μιζέρια της μετριότητας. | You don't know where it comes from, or what made it, but it's one of the mysteries of life that lifts us all out of the misery of average. |
Η ανάσα του Κυρίου με ανυψώνει πάνω από αυτούς τους τοίχους. | The Lord's breath lifts me over these walls |
Η επιστροφή σας ανυψώνει την καρδιά, Άρχοντα. | Your return lifts the heart, Dominus. |
Τις ανυψώνουμε προς τον Κύριο. | We lift the up to the Lord. |
Λένε ότι οι Γραφές πρέπει να σε ανυψώνουν! | They always said the Scriptures should uplift you! |
Οι Θεοί ανυψώνουν όσους... ανυψώνουν ο ένας τον άλλο, Αρχηγέ. | The gods lift up those... who lift each other, Chief. |
Οι άνθρωποι σου, ανυψώνουν το πνεύμα. | Your people, they lift spirit. |
Οι μεταφορείς επιστρέφουν την επόμενη μέρα, ανυψώνουν το σπίτι στους υδραυλικούς γρύλλους, και φεύγουν. | Movers return the next day, lift the house up on hydraulics, drive away. |
Φυσικά υπάρχουν τα φώτα... Που μας ανυψώνουν από παγωμένη ακεφιά του χειμώνα. | There are the lights, of course... that lift us out of winter's cold and gloom. |
Με ανύψωσες ώστε να αγγίξω την κορυφή. | You lifted me so I could reach the peaks |
Έπειτα ο Ιάκωβος φίλησε την Ραχήλ και ανύψωσε την φωνή του και δάκρυσε από χαρά. | Then Jacob kissed Rachel and lifted up his voice and wept with joy. |
Θα έχανε τελικά και τα δυο του χέρια απ' τα κρυοπαγήματα, μα ποτέ δεν έχασε το πνεύμα του, ποτέ δεν έχασε τη θέλησή του για ζωή. Ήταν μια αξιοσημείωτη επαναφορά, που ανύψωσε το ηθικό μας. | He would ultimately lose both of his hands to frostbite, but he never lost his spirit, never lost his will to live, and it was his remarkable recovery that lifted our spirits. |
Με ανύψωσε! | She lifted me up! |
Μεμσαχίμπ, η υποστήριξή σου πραγματικά ανύψωσε το ηθικό μας. | Memsahib, your support has really lifted our spirits. |
Πριν μας αφήσεις πάλι, Νιλς... να ξέρεις πως η παρουσία σου εδώ, όσο σύντομη κι αν ήταν, ανύψωσε το ηθικό μας... και ενίσχυσε την αποφασιστικότητά μας. | As you prepare to leave us, Niels, know that your presence here, fleeting though it was, lifted our spirits and strengthened our will. |
Η εγκατάσταση μιας παγκοσμίου κλάσεως επιχείρησης καζίνου σε μια αγροτική περιοχή όπως είναι το Μπενέλ ανύψωσαν τα οικονομικά όλων των κατοίκων της περιοχής. | The siting of a world-class casino operation in a rural area such as Bennell has lifted the economic boats of all citizens of the region. |
Ενεργοποιείται ανυψώνοντας το βιβλίο. | It's activated by lifting the book. |
Μία ακτίνα έπεσε κάτω, ανυψώνοντας τον δασοφύλακα... ο οποίος, για να είμαστε ειλικρινής, περνούσε ένα άσχημο διαζύγιο και... είχε μία συνήθεια να ψεύδεται για να τραβάει την προσοχή. | "A ray shoots down, lifting the park ranger, "who, to be fair, was going through a bad divorce and had a habit of lying to get attention." |
έτσι, έχω ανυψώσει το Land Cruiser, προφανώς. | So, I've lifted the Land Cruiser, obviously. |