Να καταβροχθίζεις, να αναλώνεις. | To devour, to consume. |
Αυτή, καθαρά και απλά, είναι μια ιστορία αγάπης, σωματικής αγάπης, ναι, αλλά μιας αγάπης που αναλώνει όχι μόνο το σώμα, αλλά και τη ψυχή. | This, pure and simply, is a love story -- of physical love, yes, but a love that consumes not only the body, but also the soul. |
Ξέρεις πώς είναι να 'χεις ένα πάθος κάτι που να σε οδηγεί, να αναλώνει τις σκέψεις σου αλλά να μην μπορείς να πεις λέξη γι' αυτό στους γονείς σου στον κολλητό, στη γυναίκα σου; | Do you know what it's like to have a passion-a thing that drives you... that consumes your thoughts-but never to be able to say a word about it... to your parents, to your best friend, to your wife? |
Το να δώσω τέλος στην ύπαρξή τους... με αναλώνει. | The idea of ending their existence... consumes me. |
σε τρώει... σε αναλώνει; | fuels you... consumes you? |
Ο αλληλοσπαραγμός τους συμβολίζει το πως αναλώνουμε τους άλλους για να ικανο- ποιήσουμε τις ανάγκες μας. | Of the way we consume others to feed our needs. That's what i meant. |
Έζησα πάνω από 200 κύκλους ανάλωσα το έργο της ζωής μου σαν βοτανολόγος. | I have lived over 200 cycles, consumed by my life's work as a botanist. |