Κορίτσι μου, μην με ανακατώνεις. | Girl, don't make me sick. |
Μια καρέκλα να αράζεις 9 με 5... μια στοίβα χαρτιά να ανακατώνεις... και 5 μολύβια με μια ξύστρα για να βγάζεις νούμερα άντε και καμιά μουντζούρα. | Just a hard chair to park your pants on from 9:00 to 5:00, huh? Just a pile of papers to shuffle around, and five sharp pencils... and a scratch pad to make figures on, maybe a little doodling on the side. |
Ρε χαζοβιόλη, μην ανακατώνεις τα χαρτιά σου με τα δικά μου. | Hey you little punk, don't mix your cards with those. |
Το μόνο που κάνεις είναι να πας στα χωριά και να τα ανακατώνεις. | All you do is go to villages and mess them up. |
Είσαι το στερ που ανακατώνει το ποτό. | He doesn't know who he is without you. |
Πονάει όταν κάποιος ανακατώνει τα προσωπικά σου, ε; | It hurts when someone screws with your life, doesn't it? |
Κοίτα Ρομ. Δεν θέλω κανένας να ανακατώνετε στα προσωπικά μου... | I don't want any people digging into my personal... |
Εκτός απ' αυτό, τα αισθήματά τους είναι γνήσια και οι ξαφνικές αντιδράσεις τους μας μπερδεύουν και ανακατώνουν τα σχέδια μας. | In spite of this, their feelings are genuine and their sudden reactions confuse us and turn our plans upside down |
Ελπίζω να μην ανακατώσατε τις κάλτσες μου αυτή τη φορά. | I hope you didn't mess up my sock index this time! |