Σα προνόμιο εξουσίας, το 80% των μεταλλευμάτων καταναλώνεται από το 20% του πληθυσμού της Γης. | As a privilege of power, 80% of this mineral wealth is consumed by 20% of the world's population. |
Πόσα βατ καταναλώνονται σ' αυτήν την πόλη της ευχαρίστησης; | How many watts of eÉectricity are consumed by this pÉeasure city? |
'Αρα ετησίως καταναλώνονται 5.000.000 έντομα/4 στρέμματα. | That means at least 5 million insects are consumed per acre annually. |
Στις 13:00 θρεπτικά συστατικά καταναλώνονται πριν πάνε στο ολοκατάστρωμα όπου σπουδάζουν εξωγήινη φυσιολογία. | At 1300 hours, nutrients are consumed a second time before reporting to the holodeck, where they're studying comparative alien physiology. Doesn't sound like there's much time for fun. |
Χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, 800 με 1.000 λίτρα νερό καταναλώνονται ανά άτομο καθημερινά. | Thousands of kilometers away, 800 to 1.000 liters of water are consumed per person per day. |
Δεν θα πιστέψετε πόσο λικέρ καταναλώθηκε. | You'll never believe the amount of liquor that was consumed. |
Το 2001 εμφιαλωμένο νερό αξίας $35.000.000.000 καταναλώθηκε παγκοσμίως. | banning: ln the year 2001 $35 billion worth of bottled water was consumed worldwide. |
Η τρίτη πετάει τον εαυτό της μέσα στην καρδιά της φλόγας και καταναλώθηκε. | The third one threw himself into the heart of the flame and was consumed. |
Ε, το δείγμα καταναλώθηκε την πρώτη δοκιμή και ... αυτό ήταν απόφασή μου. | The, uh, sample was consumed on the first test and... that was my call. |
Το 1ο κομμάτι καταναλώθηκε καθώς έβγαιναν τα ορεκτικά. | Oh, the first piece was consumed while the entreat was being brought out. No. |