Δεν υποθηκεύουν ένα σπίτι. | But you can't mortgage this house! |
Μήπως νομίζετε ότι θα υποθηκεύουν την αξιοπιστία μου | Do you think I would mortgage my credibility |
Την υποθήκευσα την γη μου. | l have mortgaged the land. |
Το σπίτι της, ακόμα και το βιολί της, τα υποθήκευσα, όλα. | Her home, even her violin, I mortgaged it all. |
Ανόητα υποθήκευσες το σπίτι σου και δεν μπορείς να σηκώσεις περισσότερα λεφτά. | You foolishly mortgaged your home and you can't raise any more money. |
Η Ισπανική Ιberia τα υποθήκευσε για να αγοράσει την επιχείρηση... και την "ξεγύμνωσε" από όλα τα περιουσιακά της στοιχεία. | The Spanish line Iberia mortgaged them to purchase the business, and stripped it of all its assets. |
Η Μίραμαρ Πλάγια Α.Ε. αγόρασε την έκταση "Α" απ' την οικογένεια Μπάνοκ το 1953... και την υποθήκευσε στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα του Μαϊάμι για 1.653.000. | Miramar Playa Inc. purchased lot "A" from the Bannock family trust in 1953, then mortgaged it back to First Miami Federal for $1,653,000. |
Η μητέρα υποθήκευσε την γη. | Mother has mortgaged the land. |
Λοιπόν, ας πούμε ότι χρεωκόπησε την οικονομία και υποθήκευσε το μέλλον μας. | Well, let's say it's bankrupted our economy and mortgaged our future. |
Έχουμε δανειστεί ένα μέρος του ποσού υποθηκεύοντας το σπίτι. | We borrowed a part of the amount by mortgaging the house. |
Ξεκίνησε τη δική του επιχείρηση το '85 υποθηκεύοντας το σπίτι του, και τώρα... | He started his own business back in '85 by mortgaging his house, and now... |
Έχει υποθηκεύσει τα πάντα. | He's mortgaged everything. |
Αυτός έχει υποθηκεύσει το αυτοκίνητό του, το σπίτι του. | He's mortgaged his car, his home. |
Ο Τερρύ είχε υποθηκεύσει τις επιχειρήσεις του και πούλησε ότι μπορούσε... και τα επένδυσε σε ένα τεράστιο στούντιο με εξοπλισμό εκτύπωσης... και σε μια πλήρους απασχόλησης ομάδα για να παράγουν τον κ. M.B.W. Σε βιομηχανική κλίμακα. | Thierry had now remortgaged his business and sold off whatever he could to invest in a huge studio, screen-printing equipment, and a full-time staff capable of producing MBW pieces on a commercial scale. |
Πράγματι. Η καημένη τα είχε υποθηκεύσει όλα για να αγοράζει τα φάρμακα της! | Yes... poor lady mortgaged everything to buy medicines. |