Έμαθα να κουρεύω στο στρατό. | I learned to cut hair in the military a bit. |
Σε 3 χρόνια μετά που θα μάθω πως να κουρεύω μαλλιά, θα ανοίξω το δικό μου κομμωτήριο. | In three years, after learning how to cut hair, I will open my own salon. |
- Από πού έμαθες να κουρεύεις; | Where'd you learn to cut hair? |
Γιατί δεν κουρεύεις να μιλήσω; | You know, why don't you just cut hair and let me do the talking, huh? |
Πώς θα κουρεύεις χωρίς τραπέζι; | How are you going to cut hair without your table? |
Το θέμα είναι, ότι είναι καλό πράγμα που ξέρεις να κουρεύεις. | The point is, Joe, it's a good thing you can cut hair. |
Βλέπεις τον πρώτο γκέι και νομίζεις ότι... κουρεύει μαλλιά; | You look at the first gay and now think ... he cuts hair? |
- Για το κούρεμα των $6 για φτωχούς από αυτούς που δεν ξέρουν ακόμα πως να κουρεύουν. | The $6 haircuts for poor people from the people who don't really know how to cut hair yet. |
Οι μπαρμπέρηδες θα κουρεύουν... οι μάγειρες θα μαγειρεύουν... οι βιβλιοθηκάριοι θα ελέγχουν τα βιβλία, γιατί το διάβασμα είναι πολύ σημαντικό. | Barbers cut hair. Cooks cook. Librarians keep checking out books because it's very important to read. |
Στην αρχή του καλοκαιριού, λίγο πριν φύγω απ' το νοσοκομείο... η γυναίκα πούρθε να κουρέψει ... κι όταν ήρθε η σειρά μου... άρχισε να μου λέει ... και να μου λέει, ότι θεράπευε άτομα, όταν τους έκοβε τα μαλλιά. | At the start of the summer, just before I left the hospital, this woman came to cut hair, and when it was my turn, out of the blue she just started talking to me and telling me that she healed people while she cut their hair. |