Μετά από μια τραυματική εμπειρία ή κρίσιμη κατάσταση όταν υποχωρήσει το αρχικό σοκ και τα νεύρα πάψουν να συσπώνται κατασταλάζεις στη νέα τάξη πραγμάτων γιατί ξέρεις ότι κάθε πιθανότητα άλλης αλλαγής έχει πια εκλείψει. | After any great trauma or crisis after the shock subsides and the nerves stop twitching you settle down to the new condition of things because you know that all possibility of any more change has been used up. |
Αληθινή είναι η στιγμή που κατασταλάζετε ο ένας με τον άλλον. | The real part is when you settle down with each other. |
Λοιπόν πως και δεν καταστάλαξες ποτέ κάπου; | So how come you never settled down? |
Τώρα όμως παντρευτήκες και καταστάλαξες. Και έφερες μια όμορφη γυναίκα στην οικογένειά μας. | Now you are married and settled down and brought a pretty wife to our family |
Και καταστάλαξαν σε μια συνοριακή ζωή. | And they settled down to a frontier life. |
- Έχεις κατασταλάξει. | - You've settled down. |
Έχω κατασταλάξει πλέον. | I've settled down now. |
Έχω κατασταλάξει. Έχω βρει αυτό που θέλω. | I'm settled down, I found what I want. |
Όχι, τα πράγματα έχουν κατασταλάξει πλέον. | No, things have settled down out here. |
Είμαι χιλίων ετών, και ακόμη δεν έχω κατασταλάξει. | I'm a thousand years older, and I'm not settled down. |