- Μην επιδεινώνεις την κατάσταση. | - Ed, don't exacerbate things! |
- Την επιδεινώνει... | Oh, it exacerbates it. |
Γελάνε επειδή ξέρουν πως ο διαβήτης επιδεινώνει την κατάσταση. | They're laughing because they know diabetes exacerbates the condition. |
Μου προκαλεί ρινικές αιμορραγίες, επιδεινώνει το άσθμα μου. | It gives me nosebleeds, exacerbates my asthma-1... |
Μπορεί να έχει πρόβλημα αλκοολισμού, που τον κάνει ακόμα πιο απρόβλεπτο και επιδεινώνει την οργή του. | He may have a drinking problem, which makes him more unpredictable and exacerbates his anger. |
Ναι, αλλά η κίνηση το επιδεινώνει. | Yes, but movement exacerbates it. |
Δεν λέμε αυτό, αλλά μπορεί να το επιδείνωσες. | Not saying that, exactly, but you may have exacerbated it. |
Αν υπήρχε υποκείμενη πάθηση, το ατύχημα ίσως την επιδείνωσε. | If she had any underlying condition, The accident could have exacerbated it. |
Φαίνεται ότι η μάχη του Ρόνι με τον Φλας επιδείνωσε τη δομή τού Φάιερστορμ. | It seems Ronnie's fight with The Flash has exacerbated the Firestorm Matrix. |
Και τα υπνωτικά που έδωσε η αδερφή του μπορεί να επιδείνωσαν την κατάσταση. | On top of that, the sleep aid that his sister gave him could have exacerbated his condition. |