Ξέρω πώς να διορθώνω τους σέρβερς όταν πέφτουν ή πότε να αναβαθμίζω την κάρτα γραφικών. | I know how to fix the servers when they drop or when to upgrade the video card. |
- Γιατί δεν αναβαθμίζεις και εμένα, φίλε; - Γιατί δε βγάζεις το σκασμό; | Why don't you upgrade a brother man? |
Εγώ δε σου τα κάνω τσουρέκια, όταν αναβαθμίζεις τα βυζιά σου. | I don't get all up in your business when you upgrade your bazooms! |
Ακόμα πάμε στον πιο ψηλό όροφο και αναβαθμίζουμε τις θέσεις τους. | We still go up to the top deck and upgrade people. |
Επειδή αναβαθμίζουμε στην "Έξυπνη 'σφαλτο" τα αμάξια με βάση τη στατιστική ατυχημάτων. | Because we upgraded the cars to the smart asphalt in order of accident statistics. |
Εν τω μεταξύ, αναβαθμίζετε τα σώματα. | Meanwhile, you upgrade the bodies. |
Με 20$ μόνο παίρνετε αυτή την ψηφιακή μονάδα που την κολάτε στο βίντεο και το αναβαθμίζετε στη νέα μας αναπαραγωγική μονάδα ταινιών. | So for only $ 20, you can purchase this digital unit you can simply tape or glue into your VCR and then it upgrades into our Be Kind Rewind DVD player. |
Οι άνθρωποι τείνουν να αναβαθμίζουν την ασφάλειά τους μετά από μια απόπειρα φόνου. | people tend to upgrade their security after an attempted murder. |
- Μόλις το αναβάθμισα. | I just upgraded. |
- Το αναβάθμισα. | - I upgraded. |
- Χάκαρε τη συχνότητά μας απέκτησε απομακρυσμένη πρόσβαση, αλλά αναβάθμισα το τείχος προστασίας. | But I upgraded our firewall. Now he won't be able to tap into our comms even if he had a bazooka. |
Έχεις ότι χρειάζεσαι σ' αυτή την τσάντα και αναβάθμισα τον βοηθό 'ντι με τις τελευταίες βρεφοκομικές τεχνικές, έτσι αν χρειάζεσαι έξτρα βοήθεια... | All right, so everything you need is in this bag, and I had deputy Andy upgraded with the latest childcare techniques, so if you need any extra help... |
Γέμισα το ψυγείο, αναβάθμισα την καλωδιακή και αγόρασα διθέσιο ποδήλατο. | I stocked the fridge, upgraded the cable, and bought a tandem bike. |
Έπειτα ήρθε η εποχή του βίντεο και αναβάθμισες το μικρό σου χόμπι, έτσι; | Then the video age came and you upgraded your little hobby, right? |
Νόμιζα ότι αναβάθμισες το τοίχος ασφαλείας. | I thought you upgraded the security wall. |
Πραγματικά αναβάθμισες αυτό το μέρος, Μπαρμπ. | You really upgraded this place from what it was. |
Την οποία αναβάθμισα, αφού την αναβάθμισες. | - Which I upgraded after you upgraded it. |
- Ο Σον του έδωσε $20 και του αναβάθμισε το τηλέφωνό του. Περισσότερη μνήμη, νέες εφαρμογές. | Sean gave him 20 bucks, he totally upgraded his phone-- more memory, new apps. |
11 εβδομάδες πριν, αυτή η εγκατάσταση δευτέρας διαλογής αναβάθμισε το δίκτυό της σε δίκτυο οπτικών ινών, το κόστος του οποίου δεν μπορεί να αντέξει. | 11 weeks ago, this second-rate facility upgraded to a fiber-optics network it can't possibly afford. |
Έτσι, το Τ.Ν τσιπ αναβάθμισε την πανοπλία του με τον ίδιο τρόπο που αναβάθμισε το Τpod; | So the A.I. chip is upgrading his armor the same way it upgraded the Tpod? |
Αν η Κορντ αναβάθμισε το σύστημα ασφαλείας τους, πιθανώς βελτίωσαν και τον χρόνο απόκρισης τους. | ! If Kord upgraded their security, they probably improved their response time. |
Απ' ότι φαίνεται κάποιος αναβάθμισε το ταξίδι του μέλιτός τους κατά πολύ. | Wow, looks like somebody upgraded their honeymoon, big-time. |
- Και αναβαθμίσαμε τον κλιματισμό. | - ...and upgraded our HVAC system. |
- Ναι, μόλις το αναβαθμίσαμε. | Yes, we just had it upgraded. |
- Σας αναβαθμίσαμε. | -You've been upgraded. |
Μετά από όσα συνέβησαν, αναβαθμίσαμε το σύστημα συναγερμού, αλλά δεν μπορείς να... δεν θα μπορούσατε να το αισθανθείτε. | After what happened, we upgraded the alarm system, but you can't... you couldn't feel it. |
Μόλις το αναβαθμίσαμε. | We just upgraded. |
-Ναι, με αναβάθμισαν εχθές. | -Yeah, they upgraded me yesterday. |
Έχει οθόνη υψηλής ανάλυσης, που σημαίνει περισσότερα pixel, και αναβάθμισαν την κάμερα. | It's got a higher-resolution display, which means more pixels, and they upgraded the camera. |
Γιατί δεν σας αναβάθμισαν; | Why haven't they upgraded you? |
Είναι κρίμα που δεν αναβάθμισαν το ΤΥΦ σ' αυτό το Ράπτορ, αλλά αν νομίζεις θα υποστώ τις γκρίνιες σου για άλλα 12 άλματα, είσαι πολύ γελασμένη! | You know it is too bad we never upgraded the FTL of this Rap, but if you think that I am gonna put up with your sniveling and wining for another dozen jumps... guess again! |
Μας αναβάθμισαν σε σουίτα για ειδικές ανάγκες για να κάνεις εύκολα μπάνιο. | They even upgraded us to a handicapped suite, so you can get in and out of the tub easier. |
Όταν έμαθες ότι το νοσοκομείο αναβάθμιζε την ασφάλειά του... και ήξερες ότι θα σε πιάσουν... γιατί έτρεξες να ξεφύγεις; | When you heard the hospital was upgrading their security system... and you knew you'd be caught... why didn't you run again? |
Ελένα, αυτές οι σημειώσεις... Δεν μελετούσε τα τσιπ, τα αναβάθμιζε και τα ανέπτυσε. | Elena, these notes, he wasn't studying the chips, he was upgrading, developing them. |
Λίγο πριν φύγω, αναβάθμιζαν ένα φορητό σύστημα περιορισμού. | Just before I left, okay, they were upgrading a mobile containment system. |
Λοιπόν, αναβαθμίστε την πάλι. | Well, upgrade it again. She could still be after him. |
Το Ηλεκτρονικό Τζουκ Μποξ 2001, αναβαθμίστε τώρα! | Announcer: The electro jokebox 2001, upgrade now! |
Τότε, αναβαθμίστε με. | Well, then you upgrade me. |
Έπρεπε να το έχεις αναβαθμίσει πριν χρόνια, Τεντ. | I mean, you should have upgraded years ago, Ted. |
Έχουν ήδη αναβαθμίσει την κλειδαριά στην κ Βαν Γκογκ στο διπλό έλεγχο. | They've already upgraded the lock on Mr. Van Gogh to the dual control. |
Έχω αναβαθμίσει χιλιάδες τράπεζες. | I've upgraded dozens of banks. |
Λοιπόν, οποιοδήποτε ζουζούνι κι αν σήκωσε τους αποθετήρες των αυγών του οι Θαν έχουν στα σίγουρα αναβαθμίσει τα κεντριά τους από την τελευταία φορά που τους είχαμε μυρίσει. | Well, whatever bug got up their a... Ovipositors, the than have definitely upgraded their stingers since the last time we had to smell them. |
Μα το μόνο που δε έχεις αναβαθμίσει είναι το μυαλό σου. | But the only thing you haven't upgraded is your brain. |