Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Χωματίζω (comb) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
χωματίζω
χωματίζεις
χωματίζει
χωματίζουμε
χωματίζετε
χωματίζουν
Future tense
θα χωματίσω
θα χωματίσεις
θα χωματίσει
θα χωματίσουμε
θα χωματίσετε
θα χωματίσουν
Aorist past tense
χωμάτισα
χωμάτισες
χωμάτισε
χωματίσαμε
χωματίσατε
χωμάτισαν
Past cont. tense
χωμάτιζα
χωμάτιζες
χωμάτιζε
χωματίζαμε
χωματίζατε
χωμάτιζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
χωμάτιζε
χωματίζετε
Perfective imperative mood
χωμάτισε
χωματίστε

More Greek verbs

Other Greek verbs with the meaning similar to 'comb':

None found.