Όταν το ομορφότερο κορίτσι έρθει ντυμένη στα ροζ .... Θα κυματίζεις το μαντήλι! | When the most beautiful girl steps in, dressed in pink.... just wave this handkerchief! |
Είθε αιώνια ειρηνικά να κυματίζεις. | And forever in peace may you wave |
Και θα κυματίζεις για πάντα. | And forever and e'er may you wave |
Από το βορρά άκουσαν τον άνεμο να πλησιάζει.. .. και ο θείος Χένρι με τη Ντόροθι έβλεπαν το γρασίδι να κυματίζει.. Πριν την καταιγίδα. | /"From the far north they heard /a low wail of the wind... /... and Uncle Henry and Dorothy /could see... /... where the long grass bowed /in waves before the coming storm. |
Αυτός ο άντρας κυματίζει ένα λευκό πανί, φωνάζει και... περπατά ευθεία στη γη, που δεν ανήκει σε κανέναν άνθρωπο. | This man waves a white cloth, calls out and walks straight across no-man's land. |
Η σημαία μου κυματίζει και οι πατριωτικές μου φωτιές καίνε γιατί, απόψε, στον Λευκό Οίκο, ο Πρόεδρός μας κάνει πάρτι. | Tonight, my flag waves and my patriotic fires burn, because tonight, over in the White House, the man who calls himself our president is throwing a party. |
Και ψηλά περήφανα κυματίζει η αμερικάνικη σημαία. | # And proudly above waves the red, white and blue |
Μια σκιά λιγότερη, μια παραπάνω αχτίδα θα μισοέφθειρε θαρρώ, τη χάρη τούτη που ανείπωτη, σε κάθε μαύρη μπούκλα κυματίζει ή που φωτίζει απαλά, όλο το πρόσωπό της, | one shade the more, one ray the less, had half impaired the nameless grace that waves in every raven tress or softly lightens o'er her face. |
Πρέπει να κυματίζουμε τα χέρια μας και να προσποιηθούμε ότι μαλώνουμε άσχημα. | We need to wave our arms around, and pretend we're having a big fight. |
Μέχρι μια ορισμένη ηλικία, το κυματίζετε όπως το λάσο του καουμπόη, μετά κουράζεται και πάει διακοπές, στην περίπτωσή σας καταληψία, σε λήθαργο, σε βαθύ κώμα, σε αιώνιο ύπνο. | Up to a certain age, waved as the string of a cowboy then he gets tired and goes on vacation, catalepsy in your case, hibernating in a deep coma, in eternal sleep. |
~ καθώς λευκά χέρια κυματίζουν χαρούμενα χείλια | ♪ While white hand waves smile lips |
Αλλά ο Ντιν Ρέιντιν δεν έχει πειστεί πως τα προηγμένα κύματα που κυματίζουν προς τα πίσω στο χρόνο από το μέλλον μπορούν να ξεγραφτούν εντελώς. | But Dean Radin isn't convinced that advanced waves rippling backwards in time from the future can be written off entirely. |
Οι άνθρωποι μας χρησιμοποιούν, μας κυματίζουν τριγύρω, και μας πετάνε... -...και πάντα υπάρχουν άλλοι. | People use us, wave us around, and toss us aside, and there's always another lined up. |
Οι σημύδες κυματίζουν απαλά καθώς περνούν λάβαρα στις λόγχες τους κυματίζουν ψηλά μέ το αεράκι κυματίζουν ψηλά μέ το αεράκι. | Trees of birch gently wave as they pass Banners on their lances FIuttering high |
Σε αυτό το μεγάλο καρναβάλι της ζωής χιλιάδες πολύχρωμοι χαρακτήρες συνυπάρχουν ποικιλομορφίες ενισχύουν τους κοραλλιογενείς υφάλους όσο περισσότερα είδη τόσα περισσότερα συστήματα επιβίωσης. Οι κοραλλιογενείς ύφαλοι ενδυναμόνουν για εξήντα εκατομμύρια χρόνια κάποια κοράλλια κυματίζουν σαν λουλούδια στην αναπνοή, άλλα μεταμφιεσμένα σε πέτρες, αλλά όλα τα κοράλλια είναι ζώα | in this great corner of life thousands of colorful characters coexist diversities strengthens coral reefs the more species the more survival systems coral reefs be going strong for sixty million years some corals wave like flowers in the breath others masquerade the stones |
Λοιπόν, η κατανόηση μου είναι ότι βλέπει δύο ηθοποιοί δεν στολή κυματίζοντας όπλα για και νομίζει ότι είναι ένα ζευγάρι των hoons έξω για να τον σκοτώσει. | Well, my understanding is he sees two blokes not in uniform waving guns about and thinks they're a couple of hoons out to kill him. |