- "Ου φονεύεις". | "Thou shalt not murder." |
Ω Ιερουσαλήμ, που φονεύεις προφήτες, και λιθοβολείς τους αγγελιοφόρους που σου στέλνω! | O Jerusalem, still murdering prophets and stoning messengers sent to you. |
Δεν θα τους διατάζεις να φονεύουν μωρά. | You won't order them to murder babies. |
Αυτό που φόνευσες; | The one you that you murdered? |
Εσύ αποφάσισες να πάς στο Ντέρυ,΄ και το φόνευσες. -Και το μισό ήταν δικό μου, Κατ! | You decided to go up to Derry... and you murdered it, and it was half mine, Kat! |
Εσύ αποφάσισες να πάς στο Ντέρυ... και το φόνευσες, και το μισό ήταν δικό μου, Κατ! | You decided to go up to Derry... and you murdered it, and it was half mine, Kat! |
Κε Γουάσινγκτον, κατανοείτε ότι με τη παροχή ενοχής συμφωνείτε με τις κατηγορίες της αγωγής της πολιτείας που ισχυρίζεται ότι τη νύχτα της 2 Νοεμβρίου 2006 με προμελετημένη μοχθηρία, βιάσατε και φονεύσατε την Άνι Χάρις Ρίβερς; | Mr Washington, you understand that by pleading guilty you are admitting to the charges of the commonwealth's complaint, alleging that on the night of November 2, 2006, you, with malice aforethought, raped and murdered Annie Harris Rivers? |
Ομολογείτε ότι είστε γιοι αυτών που φόνευσαν προφήτες. | Thereby testifying that you are the descendants of those who murdered the prophets. |
Ίσως κάποιος από εμάς φόνευε την μαγείρισα. | Maybe one of us was murdering the cook. |
Έχω βασανίσει κι έχω φονεύσει. | I have tortured and murdered. |
που με έχει φονεύσει εις το όνομά μου. | that has murdered me in my own name. |