Μην αρχίσεις να τρεκλίζεις, να βρωμάς και να λιποθυμάς απ΄ το μεθύσι. | Don't start out to get blind, staggering, stinking, falling down drunk. |
Αυτός τρεκλίζει, πυροβολεί... | He staggers, he shoots... |
Είναι λίγο παράξενος... πάντα πιωμένος... τρεκλίζει παντού... | He's a bit strange... always drunk... staggers around... |
Παθαίνει ακαμψία, σφίγγει τα σαγόνια του, αφρίζει, τρεκλίζει, πέφτει, τα πόδια του συσπώνται στον αέρα. | "he becomes stiff and starry-eyed, "clamping his jaws, foaming at the mouth, "staggers and falls on his backside |
- Και αιματηρά τρεκλίζουμε. | - On we bloodily stagger. |
Αναρωτιόμουν πόσοι ακόμα είναι σαν εμένα. Φτωχοί ταλαιπωρημένοι τύποι, διψασμένοι στην πυρκαγιά. Τέτοιες κωμικές φιγούρες στον υπόλοιπο κόσμο, καθώς τρεκλίζουν τυφλά... | 'I wonder how many others there are like me 'poor, bedevilled guys on fire with thirst 'such comical figures to the rest of the world 'as they stagger blindly towards another binge another bender, another spree.' |
Δεν υποφέρουν από τη δίψα του πάθους. Ούτε τρεκλίζουν τυφλά προς κάποιο όραμα χαμένης αγάπης. | They do not suffer from the thirst of passion or stagger towards some mirage of lost love. |
.. τρέκλισε έξω από τα ουρητήρια, μέχρι την πλατεία Ρίτζεντ, όπου και κατέρρευσε. | .. staggered out across the common onto Regent Terrace, where he collapsed. |
Καθώς σταμάτησε, τρέκλισε. | As she halted, She staggered |
Νομίζω την πέτυχε μια εδώ και τρέκλισε μέχρι έξω. | I think she caught one there, then staggered out. |
Σε μια απέλπιδα προσπάθεια σηκώθηκε, και τρέκλισε μερικά βήματα. | In a desperate effort he straightened up, and staggered a few steps. |
Αυτοί τρέκλιζαν και κλονίζονταν. | They were staggering and swaying. |
Και όταν οι Πορτινάρι επέστρεψαν στη Φλωρεντία τρέκλιζαν, από το βάρος των πορτοφολιών τους. | And when the Portinari boys went back to Florence they were staggering under the weight of their purses. |
"αναδύονταν διστακτικά σε μακριές γραμμές επιζητώντας τρεκλίζοντας το φώς κατέρρεαν με την πλάτη και πέθαινανα δίπλα στους ανθρώπους | "Surfacing hesitant in long lines to come staggering into the light, flipping on their backs and then die next to people. " |
'γρια εχθρική από την γυναίκα αερικό και τόσο μπερδεμένη και τώρα τρεκλίζοντας στη πτήση της, ακολούθησε την Τινκ στο θάνατό της. | - "Fierce hatred of a fairy woman, "and so bewildered and now staggering in her flight, she followed Tink to her doom." |
Ήρθε, τρεκλίζοντας ξωπίσω μου. | He came staggering after me. |
Ήταν αργά, και η μητέρα μου ήρθε τρεκλίζοντας πίσω από το σπίτι με τον Μάρτιν. | It was late, and my mom came staggering out of the back of the house with Martin. |
Βγήκε τρεκλίζοντας στο διάδρομο και μου είπε... | He comes staggering out in the hall. |