Και τώρα, σ' αυτή τη μέρα αποφοίτησης, είναι μεγάλη μου χαρά να τιμώ αυτούς τους δόκιμους που αρίστευσαν. | (offcer) And now, on this graduation day, it gives me great pleasure to honour those cadets who have excelled in individual achievement. |
Τον αγαπάω αρκετά ώστε να τιμώ τις επιθυμίες του. | I love him enough to honour his wishes. |
"Θα την αγαπάς, περιποιείσαι, τιμάς και κρατάς... | "Wilt thou love her, comfort her, honour and keep her... |
"αγαπάς, τιμάς και κρατάς σε αρρώστια και υγεία... | "love, honour and keep him, in sickness and in health... |
- Δεν τον τιμάς κάνοντας αυτά που κάνεις. | You're not honouring him by living like this. |
- Να τιμάς και να υπακούς. | To honour and obey. Tell me about it, mate. |
"Μοντέιρο Ρόσι, αυτή η εφημερίδα θα σε θυμάται και θα σε τιμά. | Monteiro Rossi, this publication remembers and honours you. |
Έτσι τιμά η Ρώμη τους ήρωές της; | Is this how Rome honours her heroes? ! |
Αυτό είναι φανταστικό! Ένας διεφθαρμένος Κινέζος Στρατηγός τιμά ένα Ναζί. | A corrupt chinese General honours a Nazi. |
Αυτό το δώρο μας τιμά όλους. | This gift honours all of us. |
...κι έτσι, τιμούμε τον Μπεν Τζέντερσον, που είναι μια εβδομάδα μαζί μας. | Which is why after one week with us, we honour Ben Genderson. |
Εσυ εισαι αυτός που είπε πως θα πρεπε να φανούμε δυνατοί και να τιμούμε τις επιθυμίες του. | You're the one who said that we should be strong and honour his wishes. |
Λοιπόν, αγαπητέ θετέ μου γιε τι λες... τιμούμε τους συζύγους μας αρκετά, πατέρα και ο γιο; | So, my dear stepson... have we honoured our husbands enough, father and son? |
Με αυτό το βραβείο δεν τιμούμε απλά έναν εξαίρετο ερμηνευτικό καλλιτέχνη με συνέπεια, αλλά αναγνωρίζουμε με αυτό τον τρόπο την εξαίρετη συμβολή του προς το Αγγλικό θέατρο. | With this award we not only honour a consistently brilliant interpretative artist, but we also recognise his outstanding contribution to the English theatre. |
- Μας τιμάτε. | - We're honoured. |
- Με τιμάτε υπερβολικά. | - I am most honoured. |
- Με τιμάτε, φυσικά. | - Well, I'm honoured, of course, |
- Με τιμάτε. | That is an honour. |
Ακόμα και μετά που πεθαίνουν. Αλλά τους τιμούν εδώ. | Agent identities are never revealed... even after they die, but they're all honoured right here. |
Αυτό που έκανες για την Τζόντα οι μελλοντικές γενιές θα σε τιμούν και θα σε σέβονται... | What you have done for Jodhaa will make future generations honour and respect you... |
Γιατί η UNESCO και άλλοι ξόδεψαν δις δολάρια και χρόνια εργασίας... για να μετακινήσουν το τεράστιο βάρος του ναού της Ίσιδας και οβελίσκους που τιμούν τον θεό Άμμων; | Why has UNESCO and others spent billions of dollar and years of labour... moving the massive tonnage of the Isis temple and obelisks honouring the pagan god Amun? |
Γράφω ένα άρθρο για το πώς οι αμερικανικές κωμοπόλεις τιμούν τους ήρωες πολέμου τους, | - I'm doing an article on how small American towns honour their war heroes. |
Κάναμε μια συμφωνία, την τίμησα. | We made a deal, l honoured it. |
Προσέφερε σ' αυτήν τιμή, έτσι τίμησα την προσφορά της! | She offered her honour so I honoured her offer! |
Aν το κάνεις αυτό θα θεωρήσω πως τίμησες αυτό το συμβόλαιο. | And if you do that, l will say you have honoured the contract. |
Δεν ήξερα πως με τίμησες με την αγάπη σου αγάπη τόσο παθιασμένη. | I wasn't aware that you've honoured me with love of such a great passion. |
Και ποιόν τίμησες με την επιλογή σου; | And whom have you honoured with your choice? |
Τον τίμησες. | You honoured him. |
- Με τίμησε η πρόσκλησή σας. | - l was honoured by your invitation. |
Έτσι είμαι τίμησε ότι αυτή η εκστρατεία μας προσγειώθηκε Τα καλύτερα νέα υπηρεσία του έτους. | So I'm honoured that this campaign landed us best new agency of the year. |
Αγαπητοί τίμησε δάσκαλος, είμαι ευγνώμων προς εσάς για την αύξηση μου. | Dear honoured teacher, I am indebted to you for raising me. |
Μετά απο πέντε χρόνια διδασκαλίας στην Σορβόνη, και νέους εμφυλίους και σφαγές, τό'σκασα στο Λονδίνο, όπου η βασίλισσα Ελισάβετ με τίμησε, δείχνοντάς μου την εκτίμησή της. | After five years of teaching at the Sorbonne, and new civil wars and slaughters, I fled to London, where Queen Elizabeth honoured me, by showing me her esteem. |
- Μία συνθήκη την oπoία τιμήσαμε. | A treaty we have honoured to the letter. |
Όλοι μας τιμήσαμε τον πατέρα σου και αυτός έριξε την τιμή μας στην ντροπή σήμερα εμείς θα σκοτώσουμε τον πατέρα σου! | All of us honoured your father... and he has put our honour to shame... today we will kill your father! |
Και τον τιμήσαμε δίνοντας το όνομά του στην Όμοσπονδία μας. | And we honoured him by naming our Association after him. |
Είμαστε τόσο περήφανοι που εσείς και η Βασίλισσα σας μας τιμήσατε με την επίσκεψή σας. | We are so honoured that you and your Queen have chosen to visit us. |
Μας τιμήσατε με τον χαιρετισμό σας. | You have honoured us with your words of greeting. |
Έμαθα πως πρόσφατα σας τίμησαν με το Μετάλλιο Ανδρείας Κρίστοφερ Πάικ. | I understand you've been honoured with the Christopher Pike Medal for Valour. |
Η κλινική και η οργάνωση τίμησαν τον υποψήφιο γερουσιαστή. | The clinic and Broken Dove honoured Bob Roberts in a ceremony at the clinic. |
Ελάτε και τιμήστε τα χρόνια του Βασιλιά σας. | Come now and honour the years of your King! |
Χαιρετήστε και τιμήστε τον Πατέρα της Αθήνας! | Rejoice and honour the Father of Athens! |
Έχω τιμήσει τις ευθύνες μου στους άλλους. | I have honoured my responsibility to others. |
Δεν έχω τιμήσει τους πισινούς των γειτόνων μου... | - l-I have not... not honoured my neighbour's ass. |
Δεν περιμέναμε να μας τιμήσει ένας αδελφός από την Αλγερία. | We did not expect to be honoured by a brother from Algeria. |
Θα με τιμήσει ιδιαίτερα αν γίνεις μάρτυρας της δουλειάς μου. | I would be honoured if you would bear witness to my work. |