Έκανα όρκο να τηρώ το νόμο. | I took an oath to uphold the law. |
Πήρα όρκο να τηρώ τον νόμο. | I took an oath to uphold the law. |
Αλλά αυτούς τους κανόνες έχω δεσμευτεί να τηρώ. | But these rules I have pledged to uphold. |
Με πληρώνουν να τους τηρώ. | Ones I'm being paid by the U.S. government to uphold. |
Ορκίζεσαι στη ζωή σου να τηρείς τους νόμους και τα έθιμα του... και να διατηρείς τα μυστήρια του; | Do you swear on your life to uphold its laws and customs and to preserve its mysteries? |
Έχεις ορκιστεί να τηρείς το Νόμο. | You made a promise to uphold the law. |
Ορκίζεσαι να τηρείς τους νόμους της πολιτείας του Κάνσας και να εκτελείς πιστά, τα καθήκοντά σου ως Δήμαρχος; | Do you solemnly swear to uphold the laws of the State of Kansas and faithfully discharge the duties of Mayor? --I do. |
Ορκίζεσαι, εσύ ο Τόμας Τζέφερσον Ντέστρι, να τηρείς το νόμο και την τάξη, και να υπηρετείς το γραφείο και το καθήκον σου, κι ότι άλλο χρειαστεί; | Do you, Thomas Jefferson Destry, swear to uphold the law, and serve your office and do your duty and everything that goes with it? |
Και οι δύο υποτίθεται ότι θα τηρούμε τον κώδικα. | And we're both supposed to uphold the code. |
Προσωπικές σκέψεις στην άκρη, έχουμε ορκιστεί να τηρούν το νόμο. | Personal thoughts aside, we are sworn to uphold the law. |