Η τηλεόραση συντελεί στην παρακμή της αμερικανικής οικογένειας. | TV contributes to the decay of the American family. |
Και πάλι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να υποδεικνύει ότι αυτό συντέλεσε στο θάνατό του. | There's still no evidence suggesting the that contributed to his death. |
Τι συντέλεσε στην κατάρρευση. | A lot of factors contributed to the collapse. |
Είμαι σίγουρος ότι τα θύματα θα πρέπει να συντέλεσαν στον πανικό. | I'm sure the victims must have contributed to the panic. |
Πότε, σύμφωνα με τα αποδεικτικά στοιχεία... ' ' για πρωτη φορα ' ' τα χημικα αυτα... συντέλεσαν σημαντικά στη μόλυνση των δεξαμενών; | What, according to a preponderance of the evidence, was the earliest time at which these chemicals substantially contributed to the wells' contamination? |