Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Στηλώνω (inveigh) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
στηλώνω
στηλώνεις
στηλώνει
στηλώνουμε
στηλώνετε
στηλώνουν
Future tense
θα στηλώσω
θα στηλώσεις
θα στηλώσει
θα στηλώσουμε
θα στηλώσετε
θα στηλώσουν
Aorist past tense
στήλωσα
στήλωσες
στήλωσε
στηλώσαμε
στηλώσατε
στήλωσαν
Past cont. tense
στήλωνα
στήλωνες
στήλωνε
στηλώναμε
στηλώνατε
στήλωναν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
στήλωνε
στηλώνετε
Perfective imperative mood
στήλωσε
στηλώστε

More Greek verbs

Other Greek verbs with the meaning similar to 'inveigh':

None found.