Κανείς δεν σπιλώνει τους Μπέλακουρτ υπό την επίβλεψή μου. | Nobody besmirches the Bellacourts under my watch. Nobody. |
Ρεζίλεψες τον εαυτό σου και σπίλωσες το όνομα του Γουίλιαμ ΜακΚίνλεϊ. | You have embarrassed yourself And besmirched the name of Wiliam McKinley. |
Πιθάνως ο Τρόι να θεώρησε ότι κάποιος σπίλωσε την τιμή του πατέρα του. | Maybe Troy thought someone besmirched his father's honor. |
Πιθανώς να ανακάλυψε πως κάποιος σπίλωσε την τιμή του. | Maybe he figured someone besmirched his honor. |
Αυτό που βρίσκω διασκεδαστικό είναι ότι καλύπτεσαι σπιλώνοντας αυτούς τους ιπτάμενους! | What cheek! What's amusing to me is that you would cover yourself by besmirching these fliers. |
Έχουν σπιλώσει το όνομα της Βρετανίας. | 'They have besmirched the name of Britain. |