Θα ήθελα πολύ, αλλά αυτό είναι το είδος της δυσκολίας του έργου ...και δεν θέλω να περιπλέκω πράγματα. | I would love to, but it's kind of a tricky project and I don't want to complicate things. |
Σε παρακαλώ, μην το περιπλέκεις. | Please don't complicate this for me. |
Μην περιπλέκεις τα πράγματα. | George, don't complicate things. |
Τζωρτζ, σε ικετεύω μην περιπλέκεις τη ζωή μου. | George I beg you don't complicate my life. |
Σερβιρίσου και μην περιπλέκεις τα πράγματα. | .. don't complicate matters |
Γιατί πρέπει, πάντα, να τα περιπλέκεις όλα; | Why complicate everything for yourself? |
Α, αυτό περιπλέκει την κατάσταση. | That does complicate the problem, doesn't it? |
Μπίλυ, τα πράγματα είναι αρκετά περίπλοκα.. χωρίς να τα περιπλέκουμε περαιτέρω. | Billie, things are complicated enough without complicating them further. |
Ακούστε, ας μην περιπλέκουμε τα πράγματα. | Listen, let's not complicate things. |
"Ας μην περιπλέκουμε τις ζωές μας". | "Let's not complicate our lives." |
Γιατί πάντα περιπλέκουμε τόσο τα πράγματα; | Why do we make everything so complicated? |
Μην περιπλέκουμε τα πράγ- ματα. | Let's not complicate things, all right? |
Γιατί οι άνθρωποι περιπλέκουν τόσο τη ζωή τους; | Why do people complicate their lives so, Martha? |
Νόμιζα οτι οι αξιωματικοί δέν ήθελαν οικογένειες γιατί περιπλέκουν τις ζωές τους. | l heard Starfleet officers don't want families because they complicate their lives. |
Τα ρομάντζα πάνω στο πλοίο περιπλέκουν τα πράγματα. | Shipboard romances complicate things. |
- Η μαμά μου... - Οι οικογένειες περιπλέκουν τα πράγματα. | -my mother, she's - families complicate things. |
Οι γυναίκες φαίνεται ότι πάντα περιπλέκουν τα πράγματα. | Women always seem to complicate things. |
Αυτό θα περιπλέξει τον αγαθό σκοπό μας, έτσι δεν είναι Τζέιμς; | That will complicate our respective goals, won't it, James? |
Οι διπλοί ένορκοι θα περιπλέξουν τη δίωξή μας. | Your Honor, two juries will complicate our prosecution. |
Λυπάμαι που περιέπλεξα τη ζωή σου. | Well, I'm sorry I complicated your life. |
Απλά περιέπλεξες τα πράγματα λιγάκι. | You just complicated things a little bit. |
Ο σμήναρχoς Κρίστoφερ περιέπλεξε την κατάσταση. | Captain Christopher himself complicated the matter. |
Το να οχυρωθείς εδώ, περιέπλεξε την κατάσταση, Φιντέλ. | To entrench here, only complicated the situation, Fidel. |
Αυτό περιέπλεξε τις σχέσεις του με τους άλλους αγρότες. | This complicated his dealings with the other farmers. |
-Ναι. Δυστυχώς, η κα Μάνσον περιέπλεξε την κατάσταση. | Unfortunately, Mrs, Munson has rather complicated the situation, |