Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Παραφουντώνω (do) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
παραφουντώνω
παραφουνώνεις
παραφουνώνει
παραφουνώνουμε
παραφουνώνετε
παραφουνώνουνε
Future tense
θα παραφουνώσω
θα παραφουνώσεις
θα παραφουνώσει
θα παραφουνώσουμε
θα παραφουνώσετε
θα παραφουνώσουνε
Aorist past tense
παραφούντωσα
παραφούντωσες
παραφούντωσε
παραφουνώσαμε
παραφουνώσατε
παραφούντωσαν
Past cont. tense
παραφούντωνα
παραφούντωνες
παραφούντωνε
παραφουνώναμε
παραφουνώνατε
παραφούντωναν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
παραφούντωνε
παραφουνώνετε
Perfective imperative mood
παραφούντωσε
παραφουνώστε

More Greek verbs

Other Greek verbs with the meaning similar to 'do':

None found.